σχετικα

....

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

ΔΩΜΑΤΟΣΚΕΠΑΣΤΗ ΑΓΡΟΙΚΙΑ ΣΤΟΥΣ " ΜΥΛΟΥΣ" ΜΑΡΑΘΟΚΑΜΠΟΥ ΣΑΜΟΥ (ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΗ)



ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ- ΜΕΛΕΤΗ:   1999 -ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 2017
ΙΩΑΝΝΑ Π. ΠΑΡΑΦΕΣΤΑ 

Η αγροικία από Ν.Α
                                                              
Βρίσκεται στη Ν.Δ  Σάμο  κοντά  στη  διασταύρωση  τής  επαρχιακής  οδού  “Μαραθοκάμπου” και “Καστανιάς”, σε ορεινό περιβάλλον, στα 250μ περίπου ύψος από τη θάλασσα.  Κοντά της είναι η περιοχή “Aνεμόμυλοι” (σήμερα οι ανεμογεννήτριες), όπου σώζεται ημισυντηρημένος ένας παλιός  ανεμόμυλος. Σε πολύ μικρή απόσταση  είναι τo μετόχι των Αγίων Πάντων στην τοποθεσία Σαλή★. Ημιονικοί δρόμοι συνέδεαν το σημείο με τον Μαραθόκαμπο και μέσω Σακκουλαίικων, Μεγάλου Ρέμματος και Σιναϊτικου Μετοχίου τού Αγ. Γεωργίου με το Καρλόβασι.
                
Εν έτει 2016 που δημοσιοποιούμε αυτή την εργασία, δεν υπάρχει τίποτα πια που να θυμίζει την ήδη κατά το 1999 ερειπωμένη αγροικία που τότε μελετήσαμε.  Κατεδαφίστηκε εδώ και αρκετά χρόνια. Εμείς θεωρούμε αναγκαίο να διατηρήσουμε έστω και έτσι την ανάμνησή της, για τον λόγο ότι ήταν από τα λίγα εναπομείναντα δείγματα κτισμάτων με δώμα στη Σάμο που ανάγονταν τουλάχιστον προ τού 1850.
Οι αντικαταστάσεις των χωμάτινων δωμάτων από ξύλινες στέγες με κεραμίδια που κορυφώθηκαν κατά το δεύτερο κυρίως μισό τού 19ου αιώνα, αλλάξανε καθοριστικά την εικόνα των οικισμών. Η νέα οικοδομική τεχνική των στεγών, σχετίζονταν με τις συνεχιζόμενες αφίξεις αποίκων από Πελοπόννησο, Ρούμελη, Ήπειρο κ.λ.π που μετέφεραν τη δική τους συνήθεια στέγασης των σπιτιών. Αυτή, σταδιακά υιοθετήθηκε, κατά τρόπο ώστε σήμερα τα οικιστικά σύνολα τής Σάμου να είναι αμιγώς κεραμοσκέπαστα.
Η αγροικία από Β.Δ.

Το συγκεκριμένο  συγκρότημα κτισμάτων ήταν επίσης   ένα   αντιπροσωπευτικό  δείγμα παλιάς διώροφης αγροικίας που χρησίμευε όπως φάνηκε, αν όχι σαν κύρια κατοικία καθ' όλη τη διάρκεια τής "ζωής" του, οπωσδήποτε για μακροχρόνια διαμονή, όσο διαρκούσαν τουλάχιστον οι αγροτικές εργασίες συνδυασμένο με μικρό αλώνι, φούρνο και βοηθητικά προσκτίσματα για την αποθήκευση και την αποξήρανση καρπών, τον σταυλισμό των ζώων κ.λ.π.  Οι αγρότες που  μένανε σε οικισμούς και  είχαν τα κτήματά τους μακριά απ' αυτούς, φροντίζανε να χτίζουν κάποιο (συνήθως ισόγειο) κτίσμα για τους ίδιους και τα ζώα τους και μένανε εκεί όσο αυτό ήταν αναγκαίο. Συχνά περνούσαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Ενίοτε ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους.
Τα αγροτόσπιτα στην Σάμο παλιά ονομάζονταν "κελλιά". Στη συνέχεια επικράτησε η ονομασία "καλύβια", ίσως από αποίκους τής Λέσβου που εγκαταστάθηκαν εδώ (στη Λέσβο το αγροτόσπιτο λέγεται "κάλυβος") ίσως από Πελοποννήσιους που σε κάποιες περιοχές αποκαλούσαν τα αγροτόσπιτά τους με τον ίδιο τρόπο. "Κελλιά ή μπαρμπακάδες" λεγόταν τα αγροτόσπιτα στην Ανδρο. "Κελλιά ή κάμαρες" λεγόταν  στην Τήνο. "Κέλλος ή κελλί" αναφέρεται στην Κάρπαθο το παράσπιτο για την διαμονή των ζώων και το μαγείρεμα. "Κελλιά" ή "Σταύλα" για τα ζώα,  ονομάζονταν και στην Μύκονο.(1)

                            Η ΑΓΡΟΙΚΙΑ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΟΚΑΜΠΟ

Ο Μαραθόκαμπος ("Ereza ovasi", στα τουρκαρβανίτικα: "μάραθος" και "κάμπος") σημαντικός οικισμός, πολύ κοντά στην αγροικία που μελετήσαμε, ιδρύθηκε σύμφωνα με τον Μ. Βουρλιώτη, το δεύτερο μισό τού 16ου αιώνα, (προ τού 1580). Κατά τα έτη 1632/3 και 1642 είχε 73 οικογένειες. Μεταξύ 1666 και 1671 αυξάνονται σε 200 οικογένειες- σπίτια  (αύξηση 36,5%) και έχει 2 εκκλησίες (2) Ο J.Tournefort το 1702 κατατάσσει το Μαραθόκαμπο ως τον 17ο ανθηρό δημογραφικά οικισμό. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με τη γεωργία, μέχρι τις αρχές τού 18ου. Τότε, λόγω τής αύξησης τού πληθυσμού. επεκτάθηκαν σε παράλιους χώρους και άρχισαν να έρχονται σε επαφή με τήν θάλασσα.
Ίχνη Βυζαντινού οικισμού ήταν ορατά στον Μαραθόκαμπο πριν το 1869 (3)

Στις αρχές τού 17ου αιώνα, ξεκινά  το εμπόριο με βάρκες και καϊκια και σταδιακά δημιουργείται ένας εμπορικός ναυτικός στόλος που κατά τα επαναστατικά χρόνια τού 1821 συνέβαλε αποφασιστικά στον αγώνα. Σε κατάστιχο τού 1829, καταγράφεται ένας μεγάλος αριθμός -61 πλοία- αυτού τού στόλου που ανήκε στην Δημογεροντία τού Μαραθοκάμπου. Το 1828 στο χωριό, απογράφονται 116 ναύτες, 26 δύτες και 102 γεωργοί. Στον "Ορμο" (λιμάνι) αναφέρονται 46 οικήματα, εκ των οποίων το ένα είναι το τελωνείο και τα υπόλοιπα μαγαζιά και αποθήκες, δύο ξενοδοχεία, δύο αλατοπωλεία,δύο ρακοπωλεία,και ένα σιδηρουργείο.Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι εννέα.
Οι συνθήκες τού Κάρλοβιτς το 1699 και τού Πασάροβιτς το 1718 ενίσχυσαν το εμπόριο και τη ναυτιλία και κατά το 1770-1774 Λάκωνες και Σπετσιώτες ναυπηγοί κατασκευάζουν πλοία με τα οποία οι Σαμιώτες εμπορεύονται με την Ευρώπη και την Ρωσία. (4) Ευνοϊκή και η συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή τού 1774, μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στον Μαραθόκαμπο σώζονται μερικά δωματοσκέπαστα κτίσματα και αρκετά άλλα  που καλύφθηκαν αργότερα με κεραμοσκεπές. Συναντάμε επίσης διαφορετικούς τύπους που σχετίζονται με την "εξέλιξη" τού  δωματοσκέπαστου καθώς και με τον "πυργοειδή"τύπο.

                               ΤΟ ΔΩΜΑΤΟΣΚΕΠΑΣΤΟ  ΣΠΙΤΙ  ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Τα αρχαιότερα και αγροτικά σπίτια τής Σάμου ήταν με δωμάτινες επικαλύψεις μικρά σε μέγεθος, διώροφα συνήθως και απλούστατης αρχιτεκτονικής, Προσαρμόζονταν σε ένα σταδιακά πυκνοδομημένο οικιστικό ιστό, με όψεις σε στενούς δρόμους (1,50μ -4,00μ περίπου). Η μορφή του ορθογωνισμένη, κυβική ή επιμήκης πρόβαλε προς τον δρόμο συνήθως τη στενή πλευρά, λόγω τής πυκνής δόμησης,εν αντιθέσει με την πλατυμέτωπη διάταξη. Η όλη μορφή ήταν λιτή και κοσμούνταν μόνον από μια σειρά προεξέχουσες σχιστόπλακες, ψηλά  στην απαρχή τού δώματος, τα "ακρόδομα". Συχνά με την επέκταση τού ισογείου, το κτίσμα σχημάτιζε ένα γάμμα και δημιουργούσε έτσι, ένα δώμα (το "ηλιακό") που υποκαθιστούσε πολλές φορές την  αυλή.  Η κύρια αγροτική ενασχόληση των κατοίκων εξυπηρετούνταν από τη διώροφη διάταξη τού κτίσματος, ελλείψει  συνήθως αυλικών χώρων, ιδιαίτερα στην καρδιά των οικισμών.
 
Ο βασικός αυτός τύπος  αναπτύχθηκε  στα νησιά, περισσότερο ή λιγότερο επιτηδευμένος ή απλουστευμένος, ανάλογα με τη μορφολογία τού εδάφους, την διαθεσιμότητα των υλικών και την τεχνογνωσία, τη γενικότερη ανάπτυξη ή μη τού εμπορίου που ήταν αφορμή (με τα ταξίδια και τις μετακινήσεις) να μεταφέρονται και άλλα αρχιτεκτονικά μοντέλα αλλά και οικοδομικά υλικά, τις διάφορες αρχιτεκτονικές επιδράσεις που δέχτηκαν ή υιοθέτησαν ή μιμήθηκαν στα νησιά, την γενικότερη οικονομική κατάσταση  που επικρατούσε και την κατάσταση των ασθενέστερων οικονομικά πληθυσμών, τα γεγονότα που προκαλούσαν ανασφάλεια (επιδρομές κατακτητών, πειρατεία, δουλεμπόριο, σεισμοί, λοιμοί κ.λ.π), την υποδούλωση ή μη σε ξένες δυνάμεις και το καθεστώς φορολόγησης των υπόδουλων,  τις μεταναστεύσεις των κατοίκων ή την καταφυγή τους σε κάστρα γι μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Στην Σάμο ο τύπος αυτός φαίνεται  να μην εξελίσσεται περισσότερο κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και να μας "παραδίδεται" κατά τα χρόνια τής Τουρκοκρατίας στην απλουστευμένη μορφή του. Αυτό σχετίζεται κατά την γνώμη μας, κυρίως με τους ταραγμένους ιστορικούς χρόνους, τις συνεχείς επιδρομές (κατακτητών και πειρατών) και την ανασφάλεια που επικράτησε για αρκετούς αιώνες, παράλληλα με επαναλαμβανόμενες φυσικές καταστροφές, σεισμούς και επιδημίες που έπληξαν θανατηφόρα το Αιγαίο και τη  Μ.Ασία.
Συνέπεια των προηγούμενων, ήταν   η  διαχρονική εγκατάλειψη τής Σάμου ( προ αυτής τού 1476) από κατοίκους της, επιφέροντας έτσι τη σταδιακή μείωση τού πληθυσμού,  η καταφυγή και οίκηση των κατοίκων στα κάστρα (κατά περιόδους μεταξύ 7ου  και 2ου μισού τού 15ου αιώνα) και συνεπώς  η μηδαμινή μάλλον οικοδομική δραστηριότητα.


(Δωματοσκέπαστα στο "Νιοχώρι") 

Μετά την επανοίκηση περί το 1550, στην τελευταία εικοσαετία τού 16ου αιώνα, διαπιστώνεται δημογραφική άνθηση, ενώ αργότερα τον 17ο αιώνα ο πληθυσμός προσεγγίζει τις 10.000 παρά την συνεχιζόμενη ανασφάλεια Οι νέες εγκαταστάσεις τών οικιστών  γίνονται σε ορεινές κυρίως θέσεις,  συχνά κοντά στα Κάστρα, καθώς και σε θέσεις απομακρυσμένες και αθέατες από τη θάλασσα (μέχρι τα μέσα τού 18ου, οπότε επεκτάθηκαν και σε παράλιες περιοχές).
Η κατοικία όμως δεν εξελίχθηκε. Αυτό οφείλεται στις  απλές κατασκευαστικές μεθόδους και πρότυπα που εφαρμόσανε οι άποικοι, εγκολπώνοντας παράλληλα και το νησιωτικό δώμα.  Έτσι προέκυπτε μια απλοϊκή μορφή με δώμα που διαμόρφωσε την ντόπια λαϊκή παράδοση. Συνεχίστηκε δε και κατά τον 17ο -18ο αιώνα διαιωνίζοντας τις παλιές μορφές. Όποια "εξέλιξη" τής κατοικίας έγινε, αφορούσε βασικά  στη διάσπαση τού εσωτερικού ενιαίου χώρου.
Οι οικιστές,  πού συνέχισαν και αργότερα να εγκαθίστανται στη Σάμο,  μετέφεραν σταδιακά και δικές τους οικοδομικές συνήθειες όπως αυτή τής στέγασης τών σπιτιών με κεραμοσκεπές που τελικά επικράτησε στο νησί, χωρίς εξαιρέσεις. Ιδιαίτερα κατά τα χρόνια  τής Ηγεμονίας, από το 1833 και κυρίως  στα μέσα τού 19ου αιώνα, κορυφώνονται οι αντικαταστάσεις των δωμάτων. Παράλληλα χτίζονται εκ βάθρων, νέες οικοδομές κεραμοσκεπείς   με νέα μορφολογικά στοιχεία που "διανθίζουν" τον κυβικό όγκο με ποικιλία λύσεων. Ωστόσο  στις αρχές τού 20ου αιώνα διατηρούνται ακόμα κάποια αμιγή σύνολα δωματοσκέπαστων σπιτιών, σε μερικούς οικισμούς.
 
Γειτονιά στον Πύργο  1902
Το 1956 δε όταν ο Κ. Παπαϊωάννου εκπόνησε την μελέτη του για την αρχιτεκτονική τής Σάμου, ανέφερε ότι από το 60%  των διασωθέντων μέχρι τότε δωμάτων, είχε απομείνει μόνο το 20%.(5) 


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΟΣΚΕΠΑΣΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
 
(Η παρακάτω περιγραφή βασίστηκε στην εικόνα τού σαμιακού σπιτιού που μας έδωσε ο Ε.Σταματιάδης το 1881 (6), σε διαπιστώσεις τού Κ.Παπαϊωάννου το 1956 και σε δική μας προσέγγιση τού θέματος).
                                                                                            
Το ισόγειο (ή το "κατώι") ονομάζονταν "βαρκαρέτζο" και χρησίμευε για την αποθήκευση κρασιού και λαδιού μέσα σε βαρέλια και πυθάρια, καρπών  συγκομιδής, εργαλείων, ενίοτε και σταυλισμού υποζυγίων. Στον όροφο (ή το "ανώι") όπου βρίσκονταν το σπίτι, μονόχωρο κατ' αρχήν που εξυπηρετούσε  τις απλές ανάγκες τής οικογένειας, οδηγούσε μια πέτρινη σκάλα 8-10 σκαλοπατιών, συνήθως από την πλατυμέτωπη πλευρά του κτίσματος. Η σκάλα έφτανε σε ένα πλατύσκαλο που όσο επιτρεπόταν από τον διαθέσιμο χώρο ήταν μικρότερο ή μεγαλύτερο, τύπου "χαγιάτι", το "ηλιακό". Σταδιακά ο πολύτιμος αυτός χώρος για τις λειτουργίες των ενοίκων, άρχισε να σκεπάζεται για να προφυλαχθεί. Η είσοδος  στα πλατυμέτωπα σπίτια γινόταν από το κέντρο περίπου αυτής τής όψης και "διαιρούσε"   λειτουργικά το δωμάτιο σε δύο τμήματα, το "αμπάρι" και την "παραστιά".  Η πόρτα τού σπιτιού χωρίζονταν σε δύο μέρη, το "πανωκάσι" και το "κατωκάσι". Το πανωκάσι έμενε ανοιχτό για να παίρνει φως και αέρα το σπίτι. Τα παράθυρα ήταν χωρίς "τζαμιλίκια", με ξύλινα κάγκελα, τα "παρμακλίκια"ή "ντραπαζάνια". Κλείνανε  με ξύλινα κανάτια  που στα αρχαιότερα σπίτια φέρανε οπές, έτσι ώστε να μπορούν μέσα από το σπίτι να βλέπουν, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί απ' έξω. Τότε ονομάζονταν "κοφτά".
 
** Σχέδιο Α.Χατζημιχάλη- 1928
Το "αμπάρι" που καταλάμβανε το 1/3 τού δωματίου ήταν υπερυψωμένο κατά ένα μέτρο περίπου πάνω από το πάτωμα και στα αρχαιότερα σπίτια είχε κιγκλιδωτό και πόρτα. Εκεί οι γυναίκες, σε περιστάσεις γιορτών και διασκέδασης, ρίχνανε υφαντά στο κιγκλιδωτό ώστε να είναι αθέατες από την παραστιά όπου διασκέδαζαν  οι άντρες. Στο δάπεδο τού "αμπαριού" στρώνονταν χράμια και στην αριστερή συνήθως πλευρά στιβάζονταν τα στρωσίδια τού ύπνου. Απέναντι είχαν κασέλες με  ρούχα  και την "καναβέτα", κιβώτιο με απανωτές θήκες όπου τοποθετούσαν μπουκάλια κρασιού και ρακής ("ασυγχώρητη"). Ανάμεσα στα στρωσίδια και τις κασέλες, κατά μήκος τού τοίχου εκτείνονταν ο "σοφάς" η "χαμεύνη", με τάβλες και  μαξιλάρια όπου κάθονταν οι επισκέπτες. (Λόγω τού "πάγκου" αυτού, το αμπάρι  έμεινε γνωστό ως "σοφάς" ενώ
ως "αμπάρι ή αμπατάρα", ο από κάτω αποθηκευτικός χώρος ).
 
** Σχέδιο Α.Χατζημιχάλη- 1928
Προς την μεριά τού "σοφά" υπήρχαν δύο ή και τρία  παράθυρα. Στους τρεις τοίχους τού  "αμπαριού" υπήρχαν ράφια ή σανίδες που προεξείχαν για την εναπόθεση πήλινων, "μαστραπάδων" και άλλων χρηστικών αντικειμένων.
Στον ανατολικό δε τοίχο τού "αμπαριού" τοποθετούσαν το εικονοστάσι. Κάτω από το "αμπάρι"αποθηκεύονταν  το αλεύρι κι άλλα χρειαζούμενα. Στον ίδιο χώρο σε μια θέση που καλούνταν "αμπατάρα" φυλάσσονταν τα κρεμμύδια. Μπροστά στο "αμπάρι" εκτείνονταν, σε όλο το μήκος του,  πάγκος ύψους 0,60μ και πλάτους 0,50μ που είχε και τη χρήση σκαλοπατιού για την άνοδο στο "αμπάρι". Χρησίμευε και για κρεββάτι όταν η οικογένεια ήταν πολυπληθής. Μέσα αποθηκεύονταν διάφορα είδη οσπρίων.
Το κατώτερο τμήμα τού δωματίου χρησίμευε για όλες τις δραστηριότητες διημέρευσης των ενοίκων καθώς και τον ύπνο. Εκεί στρώνανε το βράδυ και ξεστρώνανε το πρωί για να αποθηκεύσουν τα στρωσίδια  στο αμπάρι. 
 
Σε μια γωνία αυτού τού χώρου υπήρχε η εστία, η λεγόμενη "παραστιά", από την οποία πήρε το όνομά του ο χώρος. Η εστία είχε ημικυκλική καμάρα, το "καμαρκό" που στηρίζονταν σε ελίτικο καμπυλωτό ξύλο ή ήταν διαμορφωμένη από λίθους ή όπου αυτό προσφέρονταν, από συμπαγή τούβλα ("τούμπια"). Πάνω από το "καμαρκό" υπήρχαν 4-5 μικρές κόγχες, οι "πολίτζες" για διάφορα αντικείμενα και κάτω απ' αυτές υπήρχε άλλη μία, η "κουταλοθήκη". Πάνω από τις "πολίτζες" υπήρχε ράφι ή σανίδα, το "τζακόραφο" γιά σκεύη κ.α.
 Η καμινάδα τής "παραστιάς" ήταν από δύο σχιστόπλακες ή δύο κεραμίδια ή στάμνα.
Μέσα στον χώρο τής "παραστιάς" υπήρχε το  "ερμάρι" με μια κοίλη θέση χαμηλά, για την στάμνα τού νερού, την "νεροπουλίτζα" ή "σταμνοθήκη". Συναντάμε επίσης  γούρνες από σχιστόπλακες κυρίως (νεροχύτες), κάτω από παράθυρα και  "νεροπουλίτζες" κάτω από τούς νεροχύτες.
Όταν οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σταδιακά αλλάζανε και η αστικοποίηση τής ζωής δημιουργούσε πρόσθετες ανάγκες, γίνανε και  πιο περίπλοκες οι λειτουργίες μέσα στο σπίτι. Τότε επινοήθηκαν νέοι τρόποι διάταξης τού σπιτιού, από το απλό πλάτεμα τής στενής πλευράς τού ορθογωνίου, ή τον διαχωρισμό του κατ' αρχήν σε δύο δωμάτια, σε τρία κ.λ.π, (ακόμα και στο ίδιο περίβλημα τού παλαιού κτίσματος), την προσθήκη απόπατου σε μια γωνιά τής αυλής ή κάτω από τη σκάλα,μέχρι και την κατάργηση (στα δωματοσκέπαστα δίπατα σπίτια των οικισμών)  τού κατωγιού και τη μετατροπή του από βοηθητικό χώρο σταύλισης και αποθήκευσης σε κουζίνα και καθημερινό.
Χτίζονταν και τριώροφα, κυβικής και απλής αρχιτεκτονικής  μορφής, μονόχωρα ή δίχωρα.                                               
Με τη διαίρεση σε 2-3 δωμάτια των σπιτιών, το ένα γίνεται  δωμάτιο υποδοχής και αποκτά την "μισάντρα", ντουλάπι που αντικαθιστά το αμπάρι, για την αποθήκευση των κλινοσκεπασμάτων.
Η "μισάντρα" σε άλλες περιπτώσεις, χωρίζει δυο δωμάτια αντί τοίχου και σε κάποια πλούσια σπίτια είναι περίτεχνη, με σκαλίσματα που αναπαριστούν άνθη και φύλλα. Στις δυο πλευρές έχει καθ' ύψος από τρείς επιμήκεις θήκες για την τοποθέτηση σκευών.  υπάρχουν ξύλινα ταβάνια με κεντρικούς διάκοσμους. Ένα άλλο δωμάτιο  συμπεριλαμβάνει την "παραστιά" και είναι χώρος φαγητού και ύπνου και ένα τρίτο είναι ο αποθηκευτικός χώρος τροφίμων, καρπών και οικιακών αντικειμένων.  Υπάρχουν συχνά και ξύλινα ταβάνια με κεντρικούς διάκοσμους. Τέτοια σπίτια κοσμούνταν με  σκαλίσματα  (φυτικές και ζωϊκές παραστάσεις) στα παράθυρα και στις πόρτες. Τα σπίτια αυτά τα αποκαλούσαν "σπίτια" ή "κατοικιές".


                                  ΓΕΝΙΚΗ  ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ  ΤΗΣ ΑΓΡΟΙΚΙΑΣ

Χτίστηκε σε πλαγιά, σε πρανές έδαφος τού οποίου την κλίση ακολούθησε κατά την κατασκευή του και αναπτύχθηκε σε τρία βασικά επίπεδα. Στο χαμηλότερο επίπεδο χτίστηκε  το διώροφο κτίσμα με την ισόγεια αποθήκη και το σπίτι στον όροφο καθώς και  τον συναπτόμενο σ' αυτό βοηθητικό χώρο. Στο αμέσως επάνω επίπεδο βρίσκεται η αυλή με τον φούρνο και το παράσπιτο για την εξυπηρέτηση των λειτουργιών τού σπιτιού. Τέλος στο τρίτο επίπεδο χτίστηκε ο σταύλος.
Είναι σοφά προσανατολισμένο,  προβάλλοντας προς τον βορρά τη στενή του όψη καθιστώντας έτσι αυτήν Β.Ανατολική. Η κύρια δε πλατυμέτωπη όψη του ανοίγει  προς τα νότιο-ανατολικά, εξασφαλίζοντας όρους υγιεινής διαβίωσης για τους ανθρώπους τού σπιτιού και κατάλληλες συνθήκες για τούς καρπούς που στεγνώνανε στα δώματα
Οι προσβάσεις στο αγροτικό συγκρότημα γίνονται από τη Β.Α και κυρίως τη Ν.Α πλευρά.
Είναι από πολλά χρόνια εγκαταλελειμμένο, σε ερειπιώδη κατάσταση. Χρειάστηκε ιδιαίτερη προσοχή και παρατήρηση, έτσι ώστε να εντοπισθούν διάφορα κατασκευαστικά σημάδια στους τοίχους και άλλες λεπτομέρειες τα οποία σε συνάρτηση με κάποιες γνωστές ιδιαιτερότητες τού παλιού σαμιώτικου σπιτιού και τής μεταγενέστερης εξέλιξής του  να μας επιτρέψουν να αναπαραστήσουμε αυτό το αγροτικό συγκρότημα  όπως ήταν στο παρελθόν.

                                


                                   ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ  ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η όλη εγκατάσταση εγγράφεται σε  μια ευρύτερη περιοχή διαστάσεων  17,00 Χ 13,00μ περίπου και καταλαμβάνει περί τα 150 τ.μ (κτίσματα και αυλές).
Των κτισμάτων κατά προσέγγιση, η μεγάλη Β.Δ πλευρά (15,85μ) είναι τετραπλάσια από τη Β.Α  στενή πλευρά (4,16μ),  διπλάσια τής Ν.Δ (8,75μ) και τριπλάσια τής Β.Α επίσης πλευράς (4,91μ).
Στο σύνολο τα κτίσματα έχουν εμβαδόν περί τα 150 τ.μ και καλύπτουν επί τού εδάφους 104 τ.μ περίπου. Το δώμα τού σπιτιού είναι περί τα 15 τ.μ και η αυλή τού σπιτιού είναι 20 τ.μ περίπου. Η αυλή τού σταύλου είναι περίπου 26 τ.μ.

                                                               
                                              
                                            














Από την αποτύπωση προέκυψε (ως προς τις διαστάσεις τού κτίσματος) ότι  τηρήθηκε η αναλογία  κατά τι πλέον τού 1:2,50 για το κυρίως σπίτι και 1: 2,00 για τα προσκτίσματα.
 
 


ΤΟ "ΒΑΡΚΑΡΕΤΖΟ" (Α1)



Υπάρχει ο κύριος όγκος, ένα διώροφο πέτρινο κτίσμα  Β.Α τής όλης εγκατάστασης, καθαρού ορθογώνιου σχήματος,  διαστάσεων 11,05Χ4,16μ. 
 
Το ισόγειο ("βαρκαρέτζο")(Α1) και καθαρών διαστάσεων 9,85Χ2,96
εξυπηρετεί τις αγροτικές εργασίες και την αποθήκευση των καρπών, εργαλείων κ.α. Στην βόρεια πλευρά και σε όλο το μήκος της βρήκαμε τμήματα τού πέτρινου, επιχρισμένου στηθαίου πού όριζε τον χώρο τού πατητηριού(2,50Χ2,96),τον ληνό. 

 

Εξωτερικά, στην Β.Α όψη και κοντά στον ληνό, θα υπήρχε "πολήμνιο" για την αποθήκευση τού κρασιού. Εκεί, σε αυτό το είδος πηγαδιού, έρρεε το κρασί με πήλινο σωλήνα και με την κατάλληλη ρήση τού εδάφους, κατευθείαν από τον ληνό. Δεν μπορέσαμε να τον εντοπίσουμε κάτω από τούς σωρούς πέτρας, αλλά υποδεικνύουμε τρεις πιθανές θέσεις. 
Στον Β.Α αυτό τοίχο τού ληνού υπήρχε  παλιά  εξώπορτα  που εμείς την βρήκαμε σφραγισμένη με αργολιθοδομή. Θα ήταν οπωσδήποτε χρήσιμη για την απευθείας εναπόθεση των σταφυλιών απ' έξω, μέσα στο πατητήρι. Επισημαίνουμε επίσης ότι εκεί στην Β.Ανατολική πλευρά τού κυρίου όγκου τού αγροτικού συγκροτήματος υπήρχε και το αλώνι για τα σιτηρά. 
Απέναντι από το πατητήρι κι από την εξωτερική πόρτα, στον δυτικό τοίχο υπήρχε εσωτερικό παράθυρο επικοινωνίας με  όμορο πρόσκτισμα (Α4) πού περιγράφουμε παρακάτω. Επίσης στα ανατολικά τού "βαρκαρέτζου" υπήρχε δεύτερη εσωτερική πόρτα πού συνέδεε αυτό με τον βοηθητικό χώρο (Α3) πού περιγράφουμε αμέσως μετά.
 
Ο ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ (Α3)

Ο βοηθητικός χώρος (Α3), εσωτερικών διαστάσεων (4,41Χ3,20Χ2,45μ), χτίστηκε με λιθοδομές διαφορετικής τεχνικής (εκτός των τμημάτων που υποβαστάζανε το "ηλιακό"-χαγιάτι τού σπιτιού, πού έγιναν κατά τον ίδιο χρόνο με την κύρια οικοδομή, με τα ίδια υλικά και τεχνική κτισίματος). Προσκολλήθηκε στο  ορθογώνιο τού "βαρκαρέτζου" και στους προϋπάρχοντες τοίχους-φορείς και λειτουργικά συνδέθηκε με αυτό, με την πόρτα που επίσης προϋπήρχε ως εξώπορτα, κάτω από το χαγιάτι.
 Η προσθήκη αυτή  δημιούργησε στον όροφο, μπροστά στο "ηλιακό", ένα ευρύτερο δώμα στην κύρια, πλατυμέτωπη όψη τού ορόφου, για καθημερινές λειτουργίες τής οικογένειας, αλλά και  για το άπλωμα των καρπών (προς αποξήρανση)  και διατροφικών παρασκευασμάτων (σύκα, σταφίδα. τραχανάς κ.α).
Κάτω από το δώμα, ο χώρος (Α3) επικοινωνεί αποκλειστικά με το κατώι τού σπιτιού . Τέτοια κτίσματα, εφ' όσον υπήρχε βεβαίως ο απαραίτητος χώρος, ήταν βολικά χειμώνα - καλοκαίρι για την προσωρινή εναπόθεση των αναγκαίων (καρπών συγκομιδής, εργαλείων κ.α) ακόμα και για το σύντομο δέσιμο τού υποζυγίου σε ώρα εργασίας.Το μαρτυρούν και τα μεγάλα ανοίγματα πρόσβασης.


Ο ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ (Α4)- ΤΟ ΠΑΡΑΣΠΙΤΟ

 Σε επαφή προς Ν.Δυτικά με τη στενή πλευρά τού σπιτιού  υπάρχει  ισόγειο κτίσμα (Α4), εσωτερικών διαστάσεων 4,89Χ2,90μ , οι λιθοδομές του οποίου  δυτικά δεν "κουμπώνουν" με τους τοίχους τού σπιτιού. Η πρόσβαση σε αυτό γίνεται από την αυλή τού σπιτιού. Πρόκειται για παράσπιτο μαγειρέματος, ζυμώματος τού ψωμιού, λάτρας, αποθήκευσης των απαραίτητων  για την καθημερινή χρήση διατροφικών ειδών σε κιούπια (αλεύρι, λάδι, ελιές κ.λ.π).
 Συμπεραίνεται αυτό, από το γεγονός ότι είναι μέρος τής περίκλειστης, προστατευμένης αυλής που συνδέεται χωροταξικά αποκλειστικά με το σπίτι και ανεξάρτητα από τα βοηθητικά κτίσματα.
Επιβεβαιώνεται  επίσης  από το γεγονός  ότι ο  φούρνος  (Α5)  βρίσκεται  ακριβώς δίπλα στο παράσπιτο, από  το  ότι προβλέφθηκε ή διατηρήθηκε το εσωτερικό παράθυρο ( ανισοϋψές άνοιγμα που επικοινωνεί με το "βαρκαρέτζο") για να μεταφέρονται εύκολα τα αναγκαία από εκεί και τέλος, από την αμεσότητα πρόσβασης στο σπίτι και στο δώμα του από την αυλή,  με πέτρινη σκάλα.



Ο ΣΤΑΥΛΟΣ (Α6)
 Ν.Δ και σε επαφή με τον προηγούμενο βοηθητικό χώρο υπάρχει το τελευταίο κτίσμα (Α6), εσωτερικών διαστάσεων 7,62Χ3,05μ, ισόγειο κι αυτό, τής σταύλισης των ζώων, με τη δική του αυλή να εφάπτεται (σε μια πλευρά) με την αυλή τού σπιτιού, όπου υπήρχε μάλλον ιδιαίτερη  πόρτα. Στον σταύλο μπαίνανε τα ζώα από φαρδιά πόρτα πλάτους 1,65μ.  Ένα παράθυρο-πλάτους 0,75μ υπάρχει στα δυτικά.

Στην Ν.Δ πλευρά τού σταύλου, καθ' όλο το μήκος της διαμορφώθηκε ή αφέθηκε "σούδα" (στενωπός ανάμεσα στον σταύλο και την αναβαθμίδα τού εδάφους, την "πεζούλα"), για προστασία τού τοίχου από τα νερά που υπό άλλες συνθήκες θα στραγγίζανε από τη γή κατευθείαν πάνω του.




Η ΑΥΛΗ 
 
Η αυλή τού σπιτιού είναι ανεξάρτητη από τούς βοηθητικούς χώρους των αγροτικών εργασιών και τον σταύλο και βρίσκεται στο κέντρο τού αγροτικού συγκροτήματος. Ήταν περίκλειστη με υψηλούς τοίχους για την προστασία από τον αέρα στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και για λόγους ασφαλείας και ιδιωτικότητας.  Είχε "ξωπόρτι" πλάτους 1,70μ περίπου, για να χωράει να περάσει προφανώς το υποζύγιο σε κάποιες περιπτώσεις (κουβάλημα νερού π.χ).

Ο κατεστραμμένος φούρνος τού αγροτόσπιτου
Νότια είναι ο φούρνος (Α5) ψησίματος. Είναι τυπικός, παραδοσιακός, σαμιώτικος φούρνος, κυβικού γεωμετρικού σώματος, λιθόχτιστος από μικρότερες λαξευμένες, ασβεστολιθικές πέτρες. Είχε ημικυκλικό τοξωτό άνοιγμα (πορτάκι) για το φούρνισμα και ήταν ημισφαιρικός στο εσωτερικό του και λασποχτισμένος με κοκκινόχωμα και σπασμένα κομμάτια κεραμικών. Στη δεξιά του πλευρά σώζονται ακόμα, δύο "πολίτζες" (μικρές κόγχες-ραφάκια) για τα αναγκαία βοηθήματα. Φαίνεται πώς υπήρχε και μεγαλύτερη κόγχη  χαμηλότερα.
                                                                                                                                    
Κυβικός φούρνος-Σαραντασκσλιώτισσα
Τέλος μέσα στην αυλή  (στη Ν.Α γωνία που σχηματίζεται από το σπίτι και το πρόσκτισμα (Α3) και απέναντι από τον φούρνο υπήρχε η πέτρινη σκάλα ανόδου στον όροφο (ανώι). Αποχωρητήριο ("απόπατος") δεν εντοπίσθηκε.
Μέσα σε πυκνοδομημένους  οικισμούς που   διαμορφώθηκαν  και   με  τις  σταδιακές αλλαγές τού κυβόσχημου σπιτιού που επιζητούσε παντοιοτρόπως να προσαρμοστεί στις νέες πιο απαιτητικές ανάγκες τής ζωής, ο "απόπατος" λόγω έλλειψης χώρου, βρήκε τη θέση του, κυρίως κάτω ή δίπλα στην  σκάλα που ανέβαινε στο χαγιάτι.


  ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟΝ ΟΡΟΦΟ (Α2)

 


Η πρόσβαση στο σπίτι, αφ' ότου αυτό οικοδομήθηκε, γινόταν με πέτρινη σκάλα όπως συνηθίζονταν στη Σάμο γι' αυτόν τον τύπο τού  ορθογώνιου πλατυμέτωπου σπιτιού  και πρώτα σε ένα είδος πλατύσκαλου  μπαλκονιού, το "ηλιακό"   μήκους 2,50μ και πλάτους 1,50μ  πού υποβαστάζονταν από δύο πέτρινους τοίχους-φορείς, μήκους 1,50 και πλάτους 0,50. Αυτοί σώζονται ανέπαφοι από κάτω, μέσα στον βοηθητικό χώρο (Α3) και διακρίνονται ως παλαιότεροι. Είναι πανομοιότυποι ως προς τα υλικά και την τεχνική με το κύριο κτίσμα. Το  "ηλιακό"   ήταν συνηθέστατο στα δωμάτινα σπίτια των οικισμών που λόγω τής πυκνής και ασφυκτικής πολλές φορές δόμησης και συχνά ελλείψει αυλών, ήταν ζωτικής σημασίας για την επέκταση των λειτουργιών τής οικογένειας και το άπλωμα  των καρπών. Η σπουδαιότητα  τού "ηλιακού"  οδηγεί μεταγενέστερα σε απόπειρες στέγασής του. Γίνεται κάτι σαν  το "χαγιάτι" ή το "ηλιακό" τής Ηπειρωτικής Ελλάδας.

 (Α3) -Στο βάθος οι τοίχοι στήριξης τού χαγιατιού
Η αρχική λοιπόν κατασκευή για το αγροτόσπιτο που εξετάζουμε, προέβλεψε ένα μικρότερο "ηλιακό". Δεν γνωρίζουμε αν ήταν στεγασμένο ή αν στεγάστηκε μεταγενέστερα ή καθόλου.
Η προσθήκη αργότερα τού (Α3) όπως είπαμε, προεξέτεινε  στον όροφο το δώμα, δημιουργώντας   ένα άνετο  "ηλιακό, σχήματος τραπεζίου (διαστάσεων 3,70μ - 2,95μ - 4,91μ)  και εύκολα προσβάσιμο από την αυλή, αφού το τμήμα τής αυλής είναι κατά 1,00μ περίπου υψηλότερα από το επίπεδο τού βοηθητικού χώρου (Α3) και τού "βαρκαρέτζου"  (Α1). Αυτό συνεπάγεται μια μικρότερη κλίμακα ανόδου. Δεν αποκλείουμε και την επαφή από την ίδια σκάλα με το δώμα τού παράσπιτου (Α4), Ν.Δ τού σπιτιού, για άπλωμα καρπών ή παρασκευασμάτων. Ήταν άλλωστε κάτι συνηθισμένο στα νησιά τού Αιγαίου η επικοινωνία των δωμάτων μεταξύ τους, με στενά πέτρινα και απότομα σκαλιά.
Το δώμα-προσθήκη  ενοποιήθηκε με το χαγιάτι στο ίδιο επίπεδο. 'Ετσι φαίνεται από τα τοποθετημένα δοκάρια τής οροφής τού χώρου (Α3) που διατηρούνται μέχρι σήμερα στις θέσεις τους.
Η πλευρά ανόδου στο σπίτι  και μπροστά το ηλιακό

Η είσοδος τού σπιτιού βρισκόταν στο κέντρο ακριβώς τής κύριας Ν.Ανατολικής και πλατυμέτωπης όψης τού ορόφου και ακριβώς πάνω από την πόρτα τού κατωγιού τού χώρου (Α3). Οι κατασκευαστικοί περιοριστικοί κανόνες τών λιθόχτιστων κτισμάτων δεν αφήνουν καμμία αμφιβολία για τη θέση που προσδιορίζουμε. Επίσης τη θέση τής εξώπορτας φανερώνουν και οι παλιοί τοίχοι-φορείς τού χαγιατιού. Τέλος η άποψή μας ενισχύει την αντίληψη ότι το παραδοσιακό πλατυμέτωπο σπίτι στη  Σάμο είχε συνήθως την είσοδό του στο κέντρο τής μιας μεγάλης πλευράς του.   Η θέση στο κέντρο (ή περίπου στο κέντρο) "διαιρούσε" το μονόχωρο σπίτι σε δύο λειτουργικές ζώνες, χωρίς να παρεμποδίζονται ή να αναμιγνύονται οι λειτουργίες. Αυτό προέτασσε το καθαρό επίμηκες ορθογώνιο, που στη δική μας περίπτωση  έχει διάσταση 11,05Χ4,16μ  και εσωτερική  9,85Χ2,96μ.  Η θέση τής πόρτας και η κυκλοφορία γύρω απ' αυτήν δημιουργούσε    δύο λειτουργικά  τμήματα, το "αμπάρι" (Β.Α) που καταλάμβανε το 1/3 τού δωματίου και την "παραστιά" στα νότια, δηλαδή το υπόλοιπο 2/3.

To "αμπάρι" (2,50Χ2,96), στην στενή πλευρά τού χώρου, είναι ένα υπερυψωμένο "πατάρι"κατά 0,80μ περίπου από το πάτωμα. 
Εκεί στην "θεσά", τακτοποιούσε η οικογένεια τα στρώματα και τα κλινοσκεπάσματα κατά τη διάρκεια τής ημέρας,  τα ρούχα σε κασέλα, τα πιοτά στην "καναβέτα"και δεχόταν τούς επισκέπτες στον "σοφά". Ήταν επίσης χώρος διασκέδασης των γυναικών και ύπνου των φιλοξενούμενων. Στο αμπάρι μπορεί να υπήρχαν και εντοιχισμένα ντουλάπια-κόγχες ( μέσα στο πάχος τού τοίχου) τις "παραθύρες".   Αυτά θα βρίσκονταν μόνον στην Β.Α πλευρά, η οποία όμως έχει καταρρεύσει και συνεπώς δεν υπάρχουν στοιχεία. Τείνουμε όμως να πιστεύουμε, λόγω τής γενικότερης απουσίας κογχών ακόμα και στο χώρο τής διημέρευσης (όπου συνηθιζόταν επίσης), ότι  δεν υπήρχαν ίσως ούτε και στον "σοφά". Μια ξύλινη κασέλα  μπορεί να ήταν τοποθετημένη  μπροστά από τον "αμπάρι" ώστε να χρησιμεύει και σαν σκαλί ανόδου σε αυτό.
Κάτω από το αμπάρι, υπήρχε το κενό που χρησιμοποιούνταν  για την αποθήκευση αναλώσιμων διατροφικών ειδών.  Μπορούσε να ήταν ανοιχτό  ή σκεπασμένο με κιλίμια. Μέσα στο αμπάρι θα υπήρχε η ιδιαίτερη θέση, η "αμπατάρα" όπου αποθηκεύονταν τα κρεμμύδια.
Η ύπαρξη και η θέση  τού αμπαριού είναι αδιαμφισβήτητη. Σώζονται τα περιγράμματα τών σοβαντισμένων τοίχων τής περιοχής αυτής και το καθαρό ύψος του.
Διευκρινίζουμε   ότι κάτω ακριβώς από το αμπάρι (στο βαρκαρέτζο) είναι το πατητήρι των σταφυλιών, ο ληνός .
Το δε πάτωμα, όπως και όλου τού ανωγιού, στηριζότανε σε χοντρούς κορμούς, διατομής 20-25 εκ., και ήταν σανιδωμένο.

Στη νότια γωνιά τού δωματίου, απέναντι από το αμπάρι υπήρχε εστία, η "παραστιά" διάστασης προσώπου 1,30-1,50.  Όλη δε αυτή η  περιοχή  τού δωματίου λεγόταν "παραστιά" και καταλάμβανε συνήθως τα 2/3 τού ορθογωνίου δωματίου. Ήταν ο χώρος διημέρευσης, φαγητού και ύπνου.
  Ίχνη τής εστίας  σώζονται καθαρά στον τοίχο. Η εστία  κατακρημνίσθηκε από την υποχώρηση τού δώματος και τού πατώματος. Θα ήταν ασφαλώς το παραδοσιακό, γωνιακό, σαμιώτικο τζάκι, δηλαδή κωνικό με τοξωτό, ημικυκλικό άνοιγμα, το "καμαρκό", (από  ελίτικο  ξύλο, ή όρθιες πέτρες, ή τούβλα) 1,00μ περ. ύψους και η βάση του στα 10-20εκ. από το πάτωμα.  Εσωτερικά τής εστίας στα πλαϊνά της, υπήρχαν κατά κανόνα, μία ή και δύο μικρές κόγχες. Πάνω από το καμαρκό είχε μικρές ορθογώνιες κόγχες-θυρίδες, τις λεγόμενες "πολίτζες" για τα μαχαιροπήρουνα (ενίοτε είχαν μία μόνον κεντρική). Πάνω από τις "πολίτζες" θα υπήρχε το απαραίτητο "τζακόραφο" για την εναπόθεση αναγκαίων σκευών.
Στο αγροτόσπιτο των μύλων υπολογίζουμε πως  υπήρχαν ξύλινα ράφια, πάνω από το Ν.Δ παράθυρο. Ίσως γι' αυτό, το συγκεκριμένο παράθυρο έγινε πιο χαμηλό (κοντό) από τα άλλα.
Καμινάδα δεν σώθηκε. Ξέρουμε όμως ότι τοποθετούσαν δυο σχιστόπλακες ενωμένες (φτινάδες) ή  δυο οπτά κεραμίδια, ή  μια κομμένη πύλινη στάμνα.

Εστία στο χωριό  "Αρβανίτες"
Εστία σε"καλύβι"-"Παλαιοχώρι" Μαραθοκάμπου
  "Καλύβι" στην "Σαραντασκαλιώτισσα"-Κέρκη

Εστία στο χωριό "Πύργος"

 "Πολίτζες" Ι.Παπαϊωάννου"
Εστία στο χωριό Μανωλάτες



 

 

      











   ΤΑ   ΠΟΡΤΟΠΑΡΑΘΥΡΑ  ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

Το μονόχωρο ορθογώνιο, λιτό ως προς την οργάνωσή του, φωτίζονταν από δύο παράθυρα που βρίσκονταν στην κύρια πλατυμέτωπη όψη τού σπιτιού, συμμετρικά σε σχέση με την πόρτα, πλάτους 0,80μ και ύψους 1,20μ. και βλέπανε προς το ηλιακό και την αυλή. Το ένα βρισκόταν μέσα στον χώρο τού αμπαριού, το δεύτερο δίπλα ακριβώς στην γωνιακή εστία. Αν υπήρχε  νεροχύτης με  "νεροπουλίτζα" από κάτω (σταμνοθήκη), υπολογίζουμε οτι θα ήταν  στο παράθυρο δίπλα στην εστία.                                                 
Για την ύπαρξη αυτών των δύο παραθύρων υπάρχουν σαφείς ενδείξεις,  παρά την κατάρρευση τού  τοίχου (τελειωμένες ακμές τοίχων στο τμήμα τής παραστιάς, ξύλινο περβάζι και ακμές στο αμπάρι).
    
Τρίτο παράθυρο υπάρχει στή Ν.Δ στενή πλευρά,  δίπλα κι αυτό ακριβώς στην εστία, πλάτους 0,80μ και ύψους  μικρότερου από τα άλλα  (0,85μ). Το ύψος τής "ποδιάς" του είναι μεγαλύτερο, λόγω τής ύπαρξης τού δώματος τού παράσπιτου (Α4), που η επιφάνειά του προσέγγιζε το κατωκάσι τού παραθύρου. Αυτό συνέβη γιατί το κτίσμα (Α4) χτίστηκε σε ανώτερη εδαφική στάθμη απ' αυτήν τού διωρόφου και προκειμένου να ανακτήσει το απαιτούμενο ύψος, χρειάστηκε το παράθυρο να διανοιχθεί  υψηλότερα.
 Είναι όμως και  πιο κοντό από τα άλλα παράθυρα. Το πανωκάσι του δηλαδή, είναι χαμηλότερα από τα πανωκάσια των άλλων παραθύρων. Πιστεύουμε ότι αυτό έγινε για να τοποθετηθεί πάνω του, όπως προαναφέραμε, ένα κρεμαστό, ξύλινο ράφι σε όλο το μήκος τού τοίχου. Το εν λόγω παράθυρο στην πορεία τού χρόνου σφραγίστηκε με λιθοδομή.

Τέταρτο παράθυρο διέθετε το μονόχωρο σπίτι στα Β.Δ, πλάτους 0,80μ  και ύψους 1,20μ. Σώζεται ακέραιο, όπως και όλος ο Β.Δ τοίχος τού οικοδομήματος. Ήταν σημαντική η θέση τού παραθύρου αυτού, γιατί  επόπτευε από ψηλά, μια μεγάλη  περιοχή προς τήν Καστανιά, Λέκκα, Καρλόβασι και μέχρι τη θάλασσα, καθώς και το μονοπάτι (μετέπειτα δρόμος) πού οδηγούσε στα χωριά αυτά και τα συνέδεε με τούς ανεμόμυλους και τον Μαραθόκαμπο.
Όλα τα παράθυρα είχαν ξύλινα πανωκάσια και κατωκάσια κατά τις κατασκευαστικές μεθόδους και δυνατότητες  παλαιότερων χρόνων. Στην αγροικία που εξετάζουμε ήταν από κυπαρισσόξυλα και ξύλα καστανιάς, το πιο συνηθισμένο άλλωστε στην Σάμο. Τα περβάζια εξωτερικά ήταν από σχιστόπλακες.  Παράθυρα με τζάμια ("τζαμλίκια") δεν υπήρχαν στα παλιά δωματοσκέπαστα σπίτια (προστέθηκαν αργότερα), παρά μόνον παραθυρόφυλλα ("κανάτια") που κλείνανε  εσωτερικά στο πάχος των τοίχων. Φαίνεται πως το ίδιο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν βρήκαμε υπολείμματα "τζαμλικιών" μέσα στα συντρίμμια.


ΤΑ ΠΟΡΤΟΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩΓΙΟΥ 

Προβλέφθηκαν  εξ' αρχής, δύο  πόρτες (πλάτους 1,07μ και 1,25μ.) που έκαναν προσβάσιμο το βαρκαρέτζο από  δύο πλευρές.  Στη συνέχεια,  η μία πόρτα έγινε εσωτερική, όταν ακολούθησε η προσθήκη τού προσκτίσματος (Α3).


Το παράθυρο τού κατωγιού με το ελίτικο δοκάρι
Το διώροφο κτίσμα από Β.Α- Η σφραγισμένη πόρτα προς
το αλώνι
 Οι πόρτες πρέπει να ήταν μονόφυλλες.  Χωρίζονταν σε δύο μέρη, το "κατωπόρτι" και το
"ανωπόρτι" που άνοιγε ξεχωριστά για τον φωτισμό και αερισμό τού βαρκαρέτζου.


Πόρτα με ανωπόρτι-Παλαιοχώρι
 Στο βάθος τού βαρκαρέτζου υπάρχει το μοναδικό παράθυρο
που στην πορεία έπαιξε τον ρόλο τής εσωτερικής επικοινωνίας του με το παράσπιτο (Α4) τής αυλής τού σπιτιού.
Οι πόρτες τού βαρκαρέτζου και το παράθυρο "στεφανώνονται" στο πανωκάσι με ωραία, μεγάλα ελίτικα ξύλα που στηρίζουν τούς τοίχους σ' αυτά τα σημεία και προστατευμένα κάπως (τα δύο) από τις καιρικές συνθήκες,  παρέμειναν σχεδόν ανέπαφα από τον χρόνο.

Στους άλλους χώρους, η μεν πόρτα τού προσκτίσματος (Α3) τού σπιτιού (πλάτους 1,10μ) -και ελλείψει εκεί παραθύρου- θα ακολουθούσε τα ίδια πρότυπα με αυτές τού βαρκαρέτζου, ενώ η πόρτα τού σταύλου πλάτους 1,65μ, (όπου υπάρχει και παράθυρο 0,75μ)   θα ήταν  ίσως δίφυλλη. 



ΟΙ ΛΙΘΟΔΟΜΕΣ
 
Το  κυρίως οικοδόμημα,   διώροφο και   λιθοπηλόκτιστο,  είναι χτισμένο  στο  βαρκαρέτζο   από πιο ανθεκτική ημίξεστη λιθοδομή πάχους 60 εκ. για να στηρίξει ικανοποιητικά τον όροφο. Χτίστηκε ενιαίο με το όροφο  και χρησιμοποιήθηκαν λίθοι διαφόρων μεγεθών. Πολλοί είναι επιμήκεις, ορθογωνισμένοι και σε κάποια τμήματα αποκτά ιδιαίτερη έμφαση η οριζόντια, γραμμική τοποθέτησή τους. Ανάμεσα στους αρμούς παρεμβάλλεται ατσαλοχάλικο σε τρείς-τέσσερις απανωτές στρώσεις ή και λίγα οπτά κεραμίδια. Είναι εξ ολοκλήρου σοβαντισμένο, εσωτερικά και εξωτερικά.
Εφαρμόστηκε η μέθοδος τού "σκλιβώματος"που αφήνει ανεπίχριστες τις μεγαλύτερες πέτρες, συνδυασμένη και με "σαρδέλλωμα", τεχνική που χαράζει τον σοβά σε πυκνές οριζόντιες γραμμώσεις.

Εσωτερικός τοίχος στόν "ληνό" τού κατωγιού
"Σαρδέλλωμα στο επίχρισμα
















 Στο τμήμα τού ληνού (πατητηριού) φαίνεται  ιδιαίτερα ενισχυμένη και επιμελημένη. Το επίχρισμα  εκεί είναι ισχυρό, λόγω τής ιδιαίτερης χρήσης τού  χώρου (κουρασάνι).

Ο όροφος εσωτερικά  είναι σοβαντισμένος με χοντρή στρώση  λάσπης, εκτός τού τμήματος κάτω από τον "σοφά" που έμεινε ανεπίχριστο. Δεν μπορούμε να πούμε αν προστέθηκε ελάχιστος ασβέστης.
Δεν εφαρμόστηκαν ξυλοδεσιές  ("χατιλιές") στις λιθοδομές, παρά μόνον στα πανωκάσια και κατωκάσια των παραθύρων τοποθετήθηκαν δοκάρια ("μαντώματα") από καστανόξυλο και κυπαρισσόξυλο καθώς και ελίτικα σε πόρτες.
 Στο πάνω μέρος των ξύλινων μαντωμάτων των ανοιγμάτων, οι τοίχοι ανορθώνονται με δυό-τρεις σειρές λίθων και στην συνέχεια κοσμούνται  με γείσο (κοσμήτη), από μία σειρά σχιστόπλακες, τα "ακρόδομα". που αγκαλιάζει ολόγυρα τον όροφο. Οι τοίχοι ορθώνονται κι άλλο και δημιουργούν   στηθαίο 30-40 εκ. επιχρισμένο που συγκρατούσε τα χώματα τού δώματος. Αυτό θα απέληγε πιθανότατα (λόγω τής αφθονίας τού υλικού) σε μια σειρά ακόμα σχιστόπλακες που κάλυπταν όλο το πάχος τού στηθαίου τού δώματος. Σε άλλα  νησιά, οι πλάκες αυτές είχαν μια κλίση προς το εσωτερικό τού δώματος ώστε να διευκολύνεται η συγκέντρωση τού βρόχινου νερού που στην συνέχεια κατευθύνονταν σε στέρνες, με εξωτερικές υδρορροές (ή και  στο εσωτερικό τού σπιτιού, ιδιαίτερα σε οχυρωματικούς οικισμούς). Στη Σάμο, παρά την αφθονία των φυσικών πηγών νερού, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι γινότανε - σε κάποιες περιπτώσεις- συλλογή νερού στα δώματα. Σήμερα, η συγκέντρωση τού βρόχινου νερού σε  αγροτικά, κεραμοσκεπή πια "καλύβια" τής Σάμου, γίνεται ενίοτε, με βαρέλια που τοποθετούν οι αγρότες κάτω από τα προεξέχοντα κεραμίδια τής στέγης. Μια λύση ανάγκης, προσαρμοσμένη ίσως σε παλιότερη εμπειρία.
Οι  λιθοδομές   όλων  των  υπολοίπων κτισμάτων είναι   ανεπίχριστες,   πηλόκτιστες,  φάρδους 50εκ. περίπου. Φέρουν όλες λαξευτούς ακρογωνιαίους λίθους και ακμές καλοτελειωμένες σε σχέση με το ευτελές των κτισμάτων. Απολήγανε σε στηθαίο όπως και στο διώροφο που περιγράψαμε, χωρίς όμως "ακρόδομα" να περιτρέχει τούς τοίχους. . Αυτό προορίστηκε σαν μοναδικό  στολίδι, αποκλειστικά για το σπίτι, για να "ξεγελάσει" την μονολιθικότητα τού όγκου του, να  "στεφανώσει" την συγκλονιστική λιτότητά του, εκεί ψηλά στο δώμα που θα αντικρίζει τον ουρανό και θα παλεύει με  τα στοιχειά τής φύσης, εκεί ο "κοσμήτης" να εξευμενίζει το κακό με την ταπεινή ομορφιά του.
Η τοιχοποιία τής Β.Α πλευράς τής επέκτασης τού βαρκαρέτζου στον χώρο (Α3),  είναι πρόσθετη. Δεν συνδέεται εκ κατασκευής με τον Ν.Α τοίχο τού βαρκαρέτζου που επεκτείνονταν συμπαγής κατά 1,48μ, (ίσα-ίσα για να στηρίξει το πλατύσκαλο τής εισόδου στον όροφο). Προφανώς ήταν μεταγενέστερη κατασκευή που σχετίζονταν με την προσθήκη τού προσκτίσματος (Α3). Εκεί παρατηρείται κι ένας δεύτερος τοίχος διαφορετικής τεχνοτροπίας που προστέθηκε σε επαφή με τον Β.Α  τοίχο τής  αυλής για τη στήριξη τής σκάλας ανόδου στον όροφο. Το συνολικό πάχος των τοίχων αυτών στο σημείο τής στήριξης είναι 1,30 μ. 
                                              

TΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΔΩΜΑ 
 
Στα  προσκτίσματα,  τα  δώματα  στηρίζονται σε  δοκάρια από  λεπτούς  κορμούς κυπαρισσιών  διατομής περίπου 0,10-0,15μ ,τοποθετημένα κατά την στενή πλευρά τής κάτοψης, κατευθείαν πάνω στους πέτρινους τοίχους και σε αποστάσεις περίπου από 15 ως 20εκ. Το μήκος των δοκαριών  καθόριζε πάντα και το πλάτος των κτισμάτων.
                                                                               
Δώμα προσκτίσματος (Α4)
Δώμα προσκτίσματος (Α6)
"Πεταύρες" από το δώμα τού ανωγιού

Επάνω τους τοποθετήθηκαν  κλαδιά αρκεύθων  και τούφες από αστοιβιές  σε πυκνή διάταξη. Μετά απλώθηκε και πατήθηκε το χώμα, ανακατεμένο με μικρές πέτρες και βότσαλα -ολόκληρα ή σπασμένα- και  τέλος απλώθηκε (με πάχος 0,25μ περίπου) η στρώση τού «ψαλμοχώματος» (κοκκινόχωμα, πλούσιο σε αργιλικά συστατικά με στεγανωτικές ιδιότητες που προμηθεύονταν μάλλον από την περιοχή των Κουμείκων). Ο Εμμ.Κρητικίδης το 1869 αναφέρεται στην κυανή και μέλαινα γη, στην περιοχή τής Μονής Προφήτου Ηλιού στο Καρλόβασι που συνήθως απλώνανε οι Σαμιώτες πάνω στα δώματα των σπιτιών τους για να μην τρέχουν τον χειμώνα.(7)

Στον όροφο τού σπιτιού, πάνω από τα χοντρά δοκάρια (ακατέργαστοι κορμοί κυπαρισσιών) είχαν καρφώσει "πεταύρες" (στενές σανίδες, αντί ποταμίσιων καλαμιών που επίσης χρησιμοποιούνταν).
Εκεί πάνω τοποθετήθηκαν  αστοιβιές (μάλλον),  πάνω στις οποίες στρώθηκε το χώμα και τέλος το ψαλμόχωμα.  Παρατηρούμε μια σαφώς επιμελέστερη κατασκευή και ανθεκτικότερα υλικά.

 Σε κάθε περιοχή τής Σάμου τα υλικά πάνω στα οποία στρωνόταν το χώμα διαφοροποιούνταν. Αλλά
και σε άλλα νησιά τού Αιγαίου, ανάλογα με τα υλικά που προσέφερε η φύση στο κοντινό περιβάλλον, χρησιμοποιούσαν φύλλα από καλάμια, φίδες (φοινικική άρκευθος), ξερά φύκια (κουμιδιά), φτέρες, βούρλα, λεπτά κλαδιά λυγαριάς, μυρτιές, κλαδιά με φύλλα ροδοδάφνης (σφάκες-φελλάδι),  φύκια ανακατεμένα με άχυρα και χόρτα, αστοιβή (η αστοιβιά), θρούμπια,  θυμάρια  κ.α, σε πάχος 15εκ. 
Στη συνέχεια συμπιέζανε τα υλικά αυτά με ένα πλατύ βαρύ ξύλο  και ρίχνανε την πρώτη στρώση χώματος 6-7 εκ. περίπου. Ήταν πολύ σημαντική αυτή η φάση τής εργασίας, γιατί έπρεπε να καλυφθεί εντελώς η στρώση των θάμνων κ.λ.π  και να μην φουσκώνουν. Απ' αυτήν εξαρτιόταν η στεγανοποίηση τού δώματος και δινόταν και μια ελαφρά κλίση για τα βρόχινα νερά. Τέλος πάνω σ' αυτήν στρώνανε το "ψαλμόχωμα", διαλεγμένο και καλοκοπανισμένο  με πλατύ, βαρύ ξύλο (ή κύλινδρο) για να στρωθεί καλά. Το νερό  που έπεφτε στην επιφάνειά τού δώματος  δημιουργούσε μια λεπτή αδιαπέραστη στρώση.
Ολόγυρα το δώμα περιβάλλονταν από χαμηλό στηθαίο  (30-40 εκ) με σχιστόπλακες (σαμάρι), που προεξείχαν στο τελείωμά του,  και  συγκρατούσε τα χώματα. Στο στηθαίο προβλέπανε και ανοίγματα για να χύνονται  τα νερά τής βροχής, με ένα κομμάτι σχιστόπλακας ή κεραμικού που προεξείχε για να απομακρύνει τα νερά από τον τοίχο. Σε κάποιες περιπτώσεις "οδηγούσαν" τα νερά πάνω στον τοίχο, με δύο "αναγλυφάδες" μέσα από μια κάθετη αυλακιά, φτιαγμένη από λάσπη (σοβά) μέχρι λίγο πιο πάνω από τη γη.

Γνωρίζουμε ότι στο τέλος τού καλοκαιριού γινόταν η συντήρηση των δωμάτων  για τον επερχόμενο χειμώνα. Κάνανε "γαλαθιές", μικρές στοίβες από καινούργιο ψαλμόχωμα, διάσπαρτες σε όλη την "ταράτσα" (δύο σακιά στα 40 τ. μέτρα) . Έτσι παρασυρόμενο το ψαλμόχωμα από τη βροχή ανανέωνε  τήν επίστρωση και έφραζε όποιες ρωγμές είχαν γίνει στο δώμα.
Κάθε δύο με τρία χρόνια ανανεώνανε την επιφανειακή στρώση τού χώματος, καθαρίζοντας και τα αγριόχορτα που φυτρώνανε και προσθέτανε  καινούργιο ψαλμόχωμα. Στα δώματα που γινόταν από σκέτο αργυλόχωμα αυτή η διαδικασία έπρεπε να γίνεται κάθε χρόνο για να εξασφαλιστεί η στεγανότητα τού δώματος. Εδώ θα αναφέρουμε κι ένα έθιμο που τηρούνταν στη Σάμο: Στους αγρούς και τ΄αμπέλια οι γεωργοί μεταφέρανε την κοπριά προς λιπασμό μόνο κατά τις ημέρες Τετάρτη και Παρασκευή, πιστεύοντας ότι διαφορετικά θα έβγαζε η γη τόσο άγριο χορτάρι που θα έπνιγε ο,τι είχαν φυτέψει. Τότε μόνον επιχωματίζανε και τα δώματα των σπιτιών τους για να μη στάζουν.

Στη Χίο προσθέτανε "αστρακιά", ένα ισχυρότατο ασβεστοκονίαμα με υγραυλικές ιδιότητες και μεγάλη αντοχή, στη Σκύρο το "μελάγκι", τεφρόχρωμο στεγανωτικό, στη Λέσβο "λίπεδο" (υλικό από τις αλυκές), στη Σίφνο "κουρασάνι" και "θηραϊκή γή" (ασπρίζανε δε το δώμα με μείγμα από ασβέστη και κατακάθια λαδιού για στεγανοποίηση), στη Σύρο "πορσελάνα" από την Σαντορίνη, στην Αστυπάλαια "γαλαθιά" (μαυρόχωμα) και "πατελιά" (αργυλικό, πολύ συνεκτικό πέτρωμα), στη Λέρο "πατελιά" (μωβ ή μολυβί χρώματος). 


                                                       ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Kαταλήγουμε μάλλον ότι επρόκειτο για αγροικία που κατοικούνταν  για μεγάλες χρονικές περιόδους, ίσως και  μόνιμα σε κάποια φάση. Αυτό προκύπτει από την οργάνωση τού όλου συγκροτήματος,  από την επιμελημένη κατασκευή και το μέγεθος τού διώροφου κτίσματος,  από την ύπαρξη τού παράσπιτου, από την επέκταση τού ηλιακού και από τον σταύλο με τα ζώα.
Τα μεγέθη τού βαρκαρέτζου και των βοηθητικών προσκτισμάτων δεν δικαιολογούν προσωρινή αποθήκευση τής όποιας κατά εποχές συγκομιδής, μέχρι την μεταφορά τους στο χωριό. Δεν θα απαιτούνταν τόσος χώρος.
Η ύπαρξη αλωνιού και ληνού, υποδηλώνει την παραγωγή σιτηρών καθώς και κρασιού και σταφίδας (εμπορεύσιμα είδη) για τα οποία απαιτείται μεν περιορισμένη χειμερινή ενασχόληση, ικανός δε χώρος  για την αποξήρανση τής σταφίδας π.χ, καθώς και την  δυνατότητα μεταφοράς τους με υποζύγια στο χωριό και αποθήκευσής τους. Η ύπαρξη σταύλου επίσης απαιτεί μόνιμη ανθρώπινη παρουσία, εκτός κι αν τα ζώα μεταφέρονταν τον χειμώνα στο χωριό, σε άλλο διαθέσιμο χώρο. Σε αυτή την περίπτωση και λαμβάνοντας υπ' όψιν τις ήπιες κλιματικές συνθήκες τής Σάμου και την ίδια σχεδόν υψομετρική θέση τής αγροικίας  με αυτή τού Μαραθοκάμπου (250μ περίπου), μια μετακίνηση των ζώων δεν θα χρειαζόταν να γίνει για  ξεχειμώνιασμα.

Η αγροικία και συγκεκριμένα η κύρια μονάδα τού διώροφου κτίσματος είχε δύο κατασκευαστικές φάσεις

1η  ΦΑΣΗ

Στην αρχική του μορφή είχε πλατύσκαλο (μικρό ηλιακό). Από κάτω σε εσοχή ήταν η πόρτα τού βαρκαρέτζου.




  
2η ΦΑΣΗ 

Μεταγενέστερα, επεκτάθηκε το ηλιακό δημιουργώντας και έναν επιπλέον βοηθητικό χώρο τον (Α3).





Επιγραμματικά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύνολο τού αγροτόσπιτου: 
 
Κτίσμα διώροφο, ορθογώνιο με δώμα, πλατυμέτωπο. 
Ισόγειο, μονόχωρο βαρκαρέτζο, με ληνό. Δεν επικοινωνεί με τον όροφο.
Σπίτι στον όροφο, μονόχωρο με παραστιά και αμπάρι, διαιρεμένο κατά 2/3 και 1/3 αντίστοιχα. Η είσοδος διαιρεί τον όροφο στο κέντρο.  Ανοίγματα επαρκή.
Δώμα ορόφου με ακατέργαστους κορμούς δέντρων-πεταύρες (μεταγενέστερη χρήση)-αστοιβιές-λάσπη-ψαλμόχωμα και ακρόδομα στους τοίχους.
Δώματα προσκτισμάτων με  ακατέργαστους κορμούς δέντρων-φίδες-αστοιβιές-λάσπη-ψαλμόχωμα.
Αυλή περίκλειστη από υψηλούς τοίχους, με φούρνο και δίπλα παράσπιτο σε σχήμα γάμμα. Επικοινωνεί η αυλή με τον όροφο  με πέτρινη σκάλα.
Λασπολιθόκτιστο, λασποσοβαντισμένο. Μαντωσιές ξύλινες για πανωκάσια και κατωκάσια, σε παράθυρα και πόρτες.

Ως προς τα κτίσματα, την εργονομία, τα υλικά και τον τρόπο κατασκευής τους, παρατηρούμε χαρακτηριστκά  που μας παραπέμπουν στον  βασικό τύπο  των σπιτιών που διαμόρφωσε την ντόπια λαϊκή παράδοση και τα  οικιστικά σύνολα, όπως αυτά συγκροτήθηκαν από το 1550 ως τα μέσα  κυρίως τού 17ου αιώνα.  Θεωρούμε δε ότι στην περίπτωση τής αγροικίας έχουμε και μια καλύτερη εφαρμογή αυτού τού τύπου σπιτιού, λόγω τής διαθεσιμότητας επαρκούς χώρου, ώστε να αναπτυχθεί το συγκρότημα κατά τρόπο που να καλύπτονται με αρκετή άνεση, όλες οι απλές αλλά ζωτικές ανάγκες των ενοίκων της.

Τέλος, επισημαίνουμε ότι από τα τέλη ήδη τού 18ου αιώνα τα αμιγή σύνολα των δωματοσκέπαστων  οικισμών αρχίζουν να διασπώνται μερικώς από παρεμβολές  σπιτιών με στέγες των νέων οικιστών,  καθώς και από παλιά δωματοσκέπαστα σπίτια επικαλυμένα πια με κεραμοσκεπές που σταδιακά πυκνώνουν, κυρίως στα μέσα τού 19ου αιώνα. Έχουμε δηλαδή ένα νέο κατασκευαστικό τρόπο στέγασης που υιοθετείται και διαδίδεται γρήγορα (ευνοείται δε αυτός, από την άφθονη ξυλεία που παρέχουν τα δάση τού νησιού και από την εντοπία παραγωγή κεράμων). Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, δύσκολα θα φανταζόμασταν να χτίζονται καινούργια σπίτια με χωμάτινα δώματα στις αρχές τουλάχιστον τού 19ου αιώνα.



                                                                 
                                                 
                
                                                 
                                                 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

                                                        
1- "Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική"-Εκδ.Οικος ΜΕΛΙΣΣΑ-1983

2- Ιωσήφ Γεωργειρήνη "A description of the present state of Samos, Nicaria, Patmos and Mount Athos"1677

3- Εμμανουήλ Ι.Κρητικίδου-"Τοπογραφία αρχαία και σημερινή τής Σάμου"-Εν Ερμουπόλει-1869

3- Ιωσήφ Γεωργειρήνη "A description of the present state of Samos, Nicaria, Patmos and Mount Athos"1677

4- Μανόλης Α, Βουρλιώτης "Το ναυτικό τού Μραθοκάμπου, 1730-1830.

5- Κώστας Παπαϊωάννου "Σάμος-"Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική"-Εκδ.Οικος ΜΕΛΙΣΣΑ-1983
 
6- Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης "Ιστορία τής νήσου Σάμου από τών παναρχαίων χρόνων μέχρι τών καθ΄ημάς", Τ.4ος - Εν Σάμω εκ τού Ηγεμονικού τυπογραφείου 1881.

7- Εμμανουήλ Ι.Κρητικίδου-"Τοπογραφία αρχαία και σημερινή τής Σάμου"-Εν Ερμουπόλει-1869, σ.122


ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙΣ και ΤΥΧΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

*Ο Μαραθόκαμπος ("Ereza ovasi", στα τουρκαρβανίτικα: "μάραθος" και "κάμπος"- Ε.Μπαλτά "Σουσάμι άνοιξε" Σαμιακές Μελέτες Τ.3ος 1997-98 Πνευματικό Ιδρυμα Σάμου "Νικόλαος Δημητρίου" Αθήνα 1999.
** Σχέδιο Α.Χατζημιχάλη-  "ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ" 1928- ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (τόμος Ζ, ΑΡ. ΤΕΥΧΟΥΣ 28)- Δεκέμβριος 1981 -https://mpalos.blogspot.com/2015/06/blog-post_15.html
 
★ Οκτ. 2023-Προστίθενται:

"Το 1904 αποφασίστηκε η ανέγερση ναΐσκου των αγίων Πάντων στην τοποθεσία Σαλή. Όμως ο Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας Κωνσταντίνος, που ήταν αντίθετος στην οικοδόμηση του ναού, απαγόρευσε στους ιερείς της περιοχής να παραστούν, να τελέσουν αγιασμό και να ευλογήσουν τον θεμέλιο λίθο, με αποτέλεσμα η Βουλή να απευθυνθεί στον Ηγεμόνα, παρακαλώντας τον να επέμβει για να τον μεταπείσει. Παρά τα εμπόδια, η ανέγερση του ναού συνεχίστηκε, καθώς το 1905 αναφέρεται άδεια εκποίησης εκκλησιαστικών κτημάτων για να ενισχυθεί οικονομικά το έργο. Το 1909 μάλιστα αναφέρεται η οικοδόμηση κελίου κοντά στο ναό και η περιτοίχιση του περιβόλου του. Το 1911 έγιναν έργα μεταφοράς νερού στον χώρο του ξωκλησιού". Τags: Μ.Βαρβούνης-Μητρόπολη Σάμου

επίσης:   ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΤΕΡΙΑΣ -Τεύχος 89 / 2021




 
 
 

Printfriendly