Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2023

ΜΟΝΗ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ -1756- ΣΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ "ΠΡΑΣΣΟ" ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ

Ι.Π.ΠΑΡΑΦΕΣΤΑ (ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ)- 2022

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΗΡ. ΔΙΑΤΗΡ. ΜΝΗΜΕΙΟΥ Φ.Ε.Κ. 126/Β/1972- Φορέας Προστ. 2η Ε.Β.Α (Αθήνα)

(α) Η Μονή Ζωοδόχου Πηγής από τα ανατολικά, στο βουνό Ντομούζ-Μπουρνού, στο ακρωτήριο  Πράσσο

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 

ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Η Μονή Ζωοδόχου Πηγής Σάμου, επικαλούμενη και «Αηλιώτισσα» λόγω της γειτνίασής της με το παρακείμενο στα δυτικά εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, ιδρύθηκε στα 1756 στο βουνό Ντομούζ-Μπουρνού  (ή Ψηλή Βίγλα, ή Ραμπαηδόνι) σε  υψόμετρο περίπου 300μ., πάνω από τον  κάμπο τής Βλαμαρής όπου βρίσκεται και η ακόμα παλαιότερη  Μονή τής Αγίας Ζώνης τού 1696 ⁽¹⁾. Χτισμένη στη μικρη χερσονησο τού βραχώδους απόκρημνου ακρωτηρίου Πράσο, στην τοποθεσία "Μελισσόβραχα", αντικρίζει τον 'Ορμο τής Μουρτιάς στα νοτια,το ιστορικό στενό τής Μυκάλης (Επταστάδιος Πορθμός) ακομα νοτιοτερα, το σύμπλεγμα των μικρών νησίδων  στα βορειοδυτικά,  καθώς και τα μικρασιατικά παράλια της περιοχής της  Εφέσου  .

Ως προς το ακρωτήριο Πράσο, ας μας επιτραπεί εδώ, μια χρήσιμη κατά τη γνώμη μας αναφορά: Είναι χαρακτηρισμένο ως σπάνιος τύπος τοπίου, σκεπασμένο εν μέρη με πεύκα, θάμνους, φρύγανα, μακία βλάστηση και σπάνια χλωρίδα (Αnthemis rosea rosea: Ανθέμιδα η ρόδινη, Campanula hagielia), βρίσκεται αρκετά υποβαθμισμένο λόγω των πυρκαϊών και χρήζει πάντα προστασίας ⁽²⁾. Το πευκοδάσος στη βόρεια πλευρά τής Μονής κάηκε μερικώς το 1913, αλλά και μια πρόσφατη καταστροφή επιτελέστηκε το 2020 με την κοπή πλέον των 100 υπεραιωνόβιων πεύκων που υπήρχαν γύρω από την Μονή⁽³⁾.

(β) Η Μονή Ζωοδόχου Πηγής

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ 
 
Τον Οκτώβριο τού 1756  ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου Καλλίνικος παραχώρησε εγγράφως σε κάποιον ιερομόναχο ονομαζόμενο Δωρόθεο, κατόπιν αιτήσεώς αυτού, το μικρό παρεκκλήσιο τής Ζωοδόχου Πηγής ,που ήταν ήδη κτισμένο στην δασώδη εκείνη περιοχή (στη θέση τής κατοπινής Μονής) καθώς και την άδεια για να κατασκευάσει εκεί κελί προκειμένου να μονάσει εφ΄όρου ζωής:
"Διά τού παρόντος γράμματος γίνεται δήλον ως δωδέκαμεν το εξωκκλήσιον τής Παναγίας, ευρισκόμενον εις τοποθεσίαν τού Ραμπαηδόνι, προς τον εν ιερομονάχοις κυρ Δωρόθεον ησυχάζειν ενταύθα εφ΄όρου ζωής· εχέτω δέ άδειαν οικοδομήσαι κελλίον πρός ανάπαυσιν αυτού, μηδενός εναντιουμένου ή αντιλέγοντος. ¨Οθεν και εις τήν πρός τούτο βεβαίωσιν εγένετο και τό παρόν ενταλτήριον γράμμα και εδόθη τώ διαληφθέντι Δωροθέω ιερομονάχω αψνς΄ (1756) οκτωβρίου θ΄, Ο Σάμου Καλλίνικος" ⁽⁴⁾.
 
Έναν αιώνα περίπου αργότερα ο Επ. Σταματιάδης επαναλαμβάνει: "Εν ώ δε χωρίω τα νύν υπάρχει η Μονή ωκοδόμητο αρχαίον εκκλησίδιον, επί τώ ονόματι τής Παναγίας τιμώμενον, όπερ, μεσούντος τού παρελθόντος αιώνος, ο τότε ιεράρχης Σάμου Καλλίνικος είχε παραχωρήσει ιερομονάχω τινί Δωροθέω καλουμένω, ίνα χρησιμεύση αυτώ ως ησυχαστήριον.." ⁽⁵⁾
 
Ο Δωρόθεος ,με τη βοήθεια  των μοναχών που προσήλκυσε , κατάφερε πολύ γρήγορα να κτίσει κελιά, καθώς και το καθολικό τής μονής που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1786. Η Μονή ωστόσο, σύμφωνα με τον Εμμ. Κρητικίδη, δεν είχε διεκπεραιωθεί τουλάχιστον μέχρι το 1869 (που εκδόθηκε το έργο του): " θεμελιωθείσα κατά τα 1756 και μή διεκπεραιωθείσα εισέτι.".  Διαβίωναν δε εκεί 25 καλόγηροι, ενώ υπήρχε και  ιδιαίτερο ενδιαίτημα με δικό του ναό,  όπου έμεναν 13 καλόγριες ⁽⁶⁾.
 
Η Μονή μετά από αίτηση τού κτήτορα Δωροθέου  υπήχθη στο Πατριαρχείο και αναγνωρίστηκε ως Σταυροπηγιακή με Συγγίλιο τού 1776 τού Πατριάρχη Σωφρονίου. Σε δεύτερο Συγγίλιο τού  Γρηγορίου τού 1797 (που επικυρώνει το πρώτο)  κι άλλο ένα τού Νεοφύτου (που επικυρώθηκε το 1806 από τον Καλλίνικο) αναφέρονται και δύο μετόχια (εκτός αυτού τής Αγίας Βαρβάρας "Βλαμαρής") ως εξαρτήματα τής Μονής, ήτοι: τής Αγίας Αννας και τής Αγίας Παρασκευής στο "Πλατανάκι".   Απαριθμούνται επίσης τρεις νεόδμητοι ναοί που κτίστηκαν από τους Πατέρες τής Μονής, ήτοι: Ο ναός τού Αγίου Σπυρίδωνος "στον λιμένα τού αυτού χωρίου Βαθύ", ο ναός τού Τιμίου Προδρόμου "πλησίον τού αυτού χωρίου" και έτερος ναός τού Προδρόμου κάτω από το Μοναστήρι, στη θέση "Μεγάλο Χωράφι".
 
 
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ "ΜΕΓΑΛΟ ΧΩΡΑΦΙ" ⁽⁷⁾ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΔΡΙΝΗΣ
 
 
(γ) Η Σκήτη τού Προδρόμου. Διακρίνεται ο ναός, ερειπωμένα κελιά και αναβαθμίδες καλλιεργειών. 

 
Ο Επ. Σταματιάδης περί τα τέλη τού 19ου αιώνα, ερείπια μικρών κτισμάτων που σώζονταν επί των ημερών του, στη θέση Μεγάλο Χωράφι, κοντά στη Μονή και μαρτυρούσαν την διαβίωση αρκετών πατέρων που ζούσαν εκεί ασκητικά : 
"Ού μακράν τής Μονής εν θέσει λεγομένη Μεγάλο Χωράφι ερείπια οικίσκων σωζόμενα μαρτυρούσι ότι άλλοτε ουκ ολίγοι μονασταί εξελέξαντο τό μέρος εκείνο ενδιαίτημα και εν αυτώ ασκητικώς διεβίουν..."
Αλλά και πολύ αργότερα, το 1967, ο Ιωάννης Σιδηροκάστρου  διαπίστωσε κι αυτός  ότι σώζονταν ακόμη  ερείπια κελιών, καθώς και ο ναός  σε πολύ καλή κατάσταση. Οι δύο πηγές και η δεξαμενή νερού μαρτυρούσαν τη διαμονή άλλοτε, εκεί, μοναχών που επιζήτησαν περισσότερη ησυχία  στην ερημική εκείνη τοποθεσία ⁽⁸⁾. Και σήμερα ακόμα  σώζονται ίχνη τού παλαιού εγκαθιδρύματος και ο ναός τού Προδρόμου σε καλή κατάσταση (εικ.γ).
 
Με το Συγγίλιο ωστόσο τού 1806 ο Πατριάρχης Καλλίνικος απαγόρευσε την κατοίκησή του από μοναχούς χωρίς την άδεια τού Ηγουμένου, γιατί με το πρόσχημα τής δήθεν απομόνωσής τους ερημώνονταν η κυρίαρχη Μονή από ανθρώπους. Κανείς σε αυτή τη σκήτη να μην παραλαμβάνει άγνωστο υποτακτικό, ούτε να θεωρεί τον εαυτό του αυτεξούσιο, αλλά να είναι όλοι προσηλωμένοι στο αξιοσέβαστο Μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής και να συμπράττουν στις αναγκαίες δουλειές και στις εκδουλεύσεις αυτού:
"Μηδείς τών Πατέρων...άνευ τής αδείας τού κατά καιρόν ηγουμένου...κατοική εις την νεόδμητον εκκλησίαν τού Τιμίου Προδρόμου τήν εν τώ Μεγάλω Χωραφίω απομακρύνων εαυτόν τού μοναστηρίου επί προφάσει δήθεν ιδιωτεύσαι καί μονάσαι, επεί ερημούται το ιερόν Μοναστήριον ανθρώπων, μήτε μην μηδείς τών ασκουμένων εν τή τοιαύτη σκήτη παραλαμβάνη υφ΄εαυτόν υποτακτικόν άγνωστον, μήτε όλως υπονοή εαυτόν αυτεξούσιον, αλλά σύμπαντες ώσι προσηλωμένοι εις το γεραρόν μοναστήριον....συνεργούντες και συμπράττοντες εις τάς αναγκαίας χρείας καί εκδουλεύσεις τού μοναστηρίου...." ⁽⁹⁾.
  
(δ)1967-Ο ναός τού Προδρόμου, τού Ν.Δρίνη, από τα Ν.Δ
Η υπόθεση αυτή τής απαγόρευσης σχετίζεται με τον ιερομόναχο Νεόφυτο Δρίνη (1778-1854), ο οποίος έκτισε όντας νεαρός  τον ναό τού Τιμίου Προδρόμου λίγο πριν το 1797 και εμόνασε εκεί πιθανώς μέχρι το 1806. Το γεγονός όμως τής προσέλκυσης κι άλλων μοναχών, καθώς και πολλών προσκυνητών που εκκλησιάζονταν στο νέο κάθισμα, προκάλεσε (κατά τον Ι.Σιδηροκάστρου) την αντιζηλία τού Ηγουμένου τής κυρίαρχης Μονής και την παρέμβαση τού Πατριάρχη, ο οποίος ζήτησε από τον καταγγέλοντα Ηγούμενο να συστήσει στον ιερομόναχο Νεόφυτο να επανέλθει στη Μονή. Ο Νεόφυτος όμως μετέβη αυτοπροσώπως στο Πατριαρχείο, έδωσε εξηγήσεις και τελικά  απεχώρησε από τη Μονή.
 
Το όνομα τού Νεόφυτου Δρίνη συνδέθηκε και με την ιστορία τού παλαιού Ναού τού Αγίου Σπυρίδωνος στον "Λιμένα" Βαθέος, που ανήκε στη Μονή Ζωοδόχου Πηγής. Την εποχή εκείνη στην κυριότητα της μονής ανήκαν περί τα δεκαέξι παρεκκλήσια, εξωκλήσια και μετόχια, κυρίως στην ανατολική πλευρά του νησιού, καθώς και στη Μικρά Ασία (μέχρι το 1922). Μεταξύ αυτών ήταν και ο  Ναός του Αγ. Σπυρίδωνος στο Βαθύ Σάμου, ο οποίος παραχωρήθηκε το 1864 για να γίνει ενορία ⁽¹º⁾. 
Ο Ν. Δρίνης αγόρασε με γραπτό συμφωνητικό στις 11 Φεβρουαρίου 1810 το εν λόγω Μετόχι τού Αγίου Σπυρίδωνος έναντι 7.500 γροσίων  με την εκκλησία, όλα τα κελιά και τα "καταγώγια" (= τα καταλύματα, από το ρ. κατάγομαι-καταλύω ⁽¹¹⁾ και το περιβόλι, για να το νέμεται εφ΄όρου ζωής. Μετά δε τον θάνατό του θα περιέρχονταν στη νόμιμη δεσποτεία τού Μοναστηριού : 
"..αυτός μέν δώ πρός τό ιερόν Μοναστήριον άσπρα εαυτού ίδια μετρητά επτά χιλιάδες και πεντακόσια γρόσια λόγω βοηθείας και προσφοράς τή αυτού μετανοία, ούτοι δε υποχωρήσωσιν αυτώ εις τον Λιμένα Βαθύν μοναστηριακόν αυτών μετόχιον τού Αγίου Σπυρίδωνος μετά τής εκκλησίας και τών κελλίων όλων και καταγωγίων, και τού περιβολίου αυτού, επί τώ έχειν αυτά εφ΄όρου ζωής αυτού, και νέμεσθαι ελευθέρως και ανεμποδίστως....και μετά τήν αποβίωσιν αυτού περιέρχεσθαι εις τήν νόμιμον δεσποτείαν τού Ιερού Μοναστηριού...".

Τα παραπάνω επαναλήφθηκαν σε Πατριαρχικό και συνοδικό και επικυρωτικό Γράμμα, τού οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου, τον Απρίλιο 1816. Τελικά, ο παλαιός ναός τού Αγίου Σπυρίδωνος, μετά και τον θάνατο τού Νεόφυτου (1854), ως ιδιόκτητο πλέον κτήμα τής Μονής τής Ζωοδόχου Πηγής παραχωρήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1864 στους ενορίτες της  έναντι 500 γροσίων που κατέβαλαν οι διορισμένοι επίτροποι κάθε 1η Οκτωβρίου: "Με συμφωνίαν τό νά δίδωσι κατ΄έτος είς τήν Μονήν οι παρά τών ενοριτών διορισθησόμενοι επίτροποι τής Εκκλησίας γρόσια πεντακόσια αριθ. 500 πάντοτε εις τήν α΄τε τού Οκτωβρίου..." .  
 
(στ) Δυτική πτέρυγα τής Μονής
 
 
 
(ε) Δ.πτέρυγα -Κοπή πεύκων το 2020
 
Ο Ν. Δρίνης μετά την αποχώρησή του από το Ντομούζ-Μπουρνού (ίσως περί το 1815)  ασκήτευσε επί τέσσερα χρόνια στην περιοχή τής Μονής Αγίας Τριάδος Μυτιληνιών στη θέση "Κατραφίλια", όπου υπήρχε ερειπωμένος ναός τής Αγίας Τριάδος. Εκεί ίδρυσε αργότερα (το 1824) μοναστήρι (γνωστό πλέον ως τής Αγίας Τριάδος), αφού προηγουμένως διετέλεσε για μια πενταετία Ηγούμενος στη Μονή Ζωοδόχου Πηγής τού χωριού "Παγώνδας". Κατ΄αρχάς το νεόδμητο μοναστήρι ονομάσθηκε Μονή Νέας Ζωοδόχου Πηγής  προς τιμήν τής Μονής στο Ντομούζ-Μπουρνού ,την οποία πάντα θυμόταν ο Ν.Δρίνης με νοσταλγία. Πέθανε την Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 1854 σε ηλικία 76 ετών, μετά από βαρείς τραυματισμούς που υπέστη από ληστές που επέδραμαν στην Μονή.
 

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟ ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ
 
(ζ) Η Μονή προ τού 1967
Ίχνη θεμελίων οικήματος διακρίνονταν (σύμφωνα με τον Ιωάννη Σιδηροκάστρου) στην βορειοανατολική γωνία τού κήπου, ανατολικά τής Μονής, σε απόσταση 200 μ.. Εκεί διέμεναν ασθενείς που έπασχαν από τη νόσο τού Χάνσεν, τήν λέπρα. Τους "κεχωρισμένους" αυτούς από την κοινωνία  φρόντιζε η Μονή. Η λέπρα, «λώβα» κατά το σαμιακό γλωσσικό ιδίωμα, είχε διαχρονική παρουσία στη Σάμο. Οι λεπροί (λωβοί), προκαλώντας τον τρόμο και την οργή συχνά συγχωριανών τους οι οποίοι τούς αντιμετώπιζαν ως μιάσματα  καταγγέλοντας μάλιστα αυτούς στις αρχές, εκτοπίζονταν από τα χωριά τους και απομονώνονταν από την κοινωνία. Εγκαθίσταντο τότε σε πρόχειρες καλύβες, γνωστές ως "Λουβιάρικα", στα όρια των χωριών, ενώ άλλοι κατέφευγαν στις μονές Αγίας Ζώνης, Ζωοδόχου Πηγής, Τιμίου Σταυρού, όπου υπήρχαν οργανωμένα μοναστηριακά λεπροκομεία. Την περίθαλψη των λωβών αναλάμβαναν οι μοναχοί και οι μοναχές. Όσοι από τούς λωβούς μπορούσαν, προσέφεραν μέρος των περιουσικών τους αγαθών στα Μοναστήρια και υπέγραφαν συμφωνητικά προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μέριμνα των Μονών για τη διατροφή τους και  άλλα αναγκαία αγαθά, για όσο θα βρίσκονταν στη ζωή.  Σε άλλες περιπτώσεις η συντήρησή τους  γινόταν από τα έσοδα της μονής, ή από προσφορές των κατοίκων του νησιού.
Στα τέλη τού 19ου αιώνα, επί καθεστώτος Ηγεμονίας, η Σάμος απέκτησε λεπροκομείο, ένα από τα δύο στην Ελλάδα (το άλλο ήταν η Σπιναλόγκα στα 1903), στη θέση "Παναγίτσα" στο Νέο Καρλόβασι, τού οποίου η ίδρυση σύμφωνα με τον Κ. Κόμη ⁽¹²⁾ άρχισε να συζητιέται το 1861, αποφασίστηκε αυτή το 1866, οι εργασίες ξεκίνησαν το 1887, ολοκληρώθηκαν το 1890 και το κτήριο εγκαινιάστηκε το 1896 (μετά από 35 χρόνια!). Την ίδια περίοδο ο Επ. Σταματιάδης αναφέρει, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, ότι περί το1886 υπήρχαν στη Σάμο 43 λεπροί, από τους οποίους 22 άνδρες και 21 γυναίκες. 

Δυτικά τής Μονής υπήρχε άλλο, μικρό γυναικείο Μοναστήρι. Διακρίνονταν  τα θεμέλια και το πηγάδι τής μικρής Μονής. Διέμεναν εκεί λίγες καλόγριες ,που ζούσαν από τα εργόχειρά τους και από την βοήθεια τής ανδρώας Μονής. Κατά τα πρώτα χρόνια απαγορεύονταν να κατοικούν και να εκκλησιάζονται στην ανδρώα Μονή. Στο Συγγίλιο δε τού 1806 δίνεται η Πατριαρχική εντολή να αποχωρήσουν όλες οι Μοναχές από την ανδρώα Μονή και το κοντινό "ξενοδοχείο" και να κατοικήσουν στο γυναικείο μετόχι τής Αγίας Άννης στο Βαθύ. Φαίνεται όμως από την εκτενή συγχωρητική Επιστολή τού Απριλίου 1817 τού Πατριάρχη Κυρίλλου (η οποία μετά από 11 χρόνια  αποκατέστησε τελικά την τάξη) ότι οι εντολές τού 1806 είχαν  αγνοηθεί. 
 
 
ΤΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
 
Τα έσοδα τής Μονής στο β΄μισό τού 19ου αιώνα - σύμφωνα με τον Επ. Σταματιάδη -  ανέρχονταν σε 35.295 γρόσια και οι δαπάνες σε 31.990 γρόσια. Εκτός των 13 συνολικά μοναχών  από τις προσόδους τής Μονής συντηρούταν και το παρακείμενο φτωχό γυναικείο ησυχαστήριο όπου διέμεναν τότε τέσσερις γερόντισσες, και διατρέφονταν επίσης εκεί μερικοί "λωβοί" (λεπροί):
"Πλήν δε τών εν αυτή ενασκουμένων δέκα και τριών εν συνόλω μοναχών, εκ τών προσόδων τής Μονής συντηρείται καί πτωχόν τι παρακείμενον γυναικείον ησυχαστήριον περιέχον τέσσαρας γραίας μοναχάς, διατρέφονται δε και τινες ελεφαντιώντες".
Η κτηματική περιουσία τής Μονής την ίδια περίοδο αποτελούνταν από 100 εκμισθωμένα κτήματα 722 στρεμμάτων, αξίας 840.030 γροσίων και από 13 διαθέσιμα κτήματα 94 στρεμμάτων, αξίας 67.100. Συνολικά: 113 κτήματα 816 στρεμμάτων  και  αξίας  907.130 γροσίων. Εκτός αυτών κατείχε και 3.030 ελαιόδενδρα, 873 χαρουπιές και 147 οπωροφόρα δέντρα, ήτοι σύνολο 4.050. Από τα κτήματα αυτά, τα 156 στρέμματα ήταν αμπελώνες και τα 660 στρέμματα αγροί. Τέλος ,από τα εκμισθωμένα κτήματα εισέπραττε η Μονή 15.345 γρόσια ετησίως.
 
Εκτός των παραπάνω κτημάτων  η Μονή είχε στην κατοχή της  κατά την ίδια χρονική περίοδο 3 ανεμόμυλους και τα επόμενα Μετόχια:
 
1) Τής Οσίας Βαρβάρας στη Βλαμαρή ,που κτίστηκε από ύλη τού αρχαίου πολίσματος που υπήρχε στην περιοχή - 2) Τού Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στο "Βαθύ", με τις δύο άγιες Τράπεζες που υποβαστάζονται από αρχαίες στήλες ερυθρού ιάσπιδος - 3) Τού Αγίου Σπυρίδωνα στο "Λιμένα Βαθέος", που έγινε ήδη ενοριακός - 4) Τού Αγίου Νικολάου στο "Πυθαγόρειο" ⁽¹³⁾, κτισμένου επί αρχαίου τείχους και από την ύλη  των προαστείων τής αρχαίας πόλεως  - 5) Τού Γενεσίου τής Θεοτόκου στο ακρωτήριο "Ψαλλίδα" - 6) Τού παλαιωμένου ναϊσκου τού Ιωάννου Προδρόμου στο χωριό "Άγιος Κωνσταντίνος" - 7) Τής Αγίας Παρασκευής στη νότια Σάμο, στη θέση "Πλατανάκι" όπου φαίνονται ίχνη κυκλωπείων τειχών - 8) Τού Αγ. Ιωάννου Προδρόμου στην ασιατική ήπειρο, έναντι τής Σάμου, στο "Καλαμάκι" ⁽¹⁴⁾.
 
Ο Ι.Σιδηροκάστρου  περί το 1964 κατέγραψε επίσης  τα Μετόχια, τα παρεκκλήσια και τα εκκλησίδια τα ανήκοντα στη Μονή, συνολικά 16. Συμπληρώνουμε λοιπόν τον κατάλογο τού Ε.Σταματιάδη με τα παρακάτω: 
9) Τής Αγίας Άννης, παρεκκλησίου πάνω από την ανατολική πύλη τής Μονής - 10) Τής Αγίας Άννης στο "Βαθύ" - 11) Τού Αγίου Αντωνίου - Αγίου Αποστόλου στα "Μελισσόβραχα" - 12) Τού Αγίου Γεωργίου επίσης στα "Μελισσόβραχα" - 13) Τού  Γενεσίου Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στο "Μεγάλο Χωράφι" - 14) Τού Αγίου Χαραλάμπους, Νεκροταφειακου Ναου τής Μονής, δυτικά αυτής - 15) Τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου στους "Σπαθαραίους" - 16) Τού Προφήτη Ηλία, σε ύψωμα δυτικά τής Μονής.
 
(η) Το συγκρότημα τής Μονής Ζωοδόχου Πηγής από Νοτιοδυτικά και ο περιβάλλων χώρος
 
 
ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
 
Το συγκρότημα της φρουριακού τύπου μονής είναι ένας συνηθισμένος τύπος μεγάλου μοναστηριακού τετράπλευρου κτηρίου με διώροφες πτέρυγες κελιών και βοηθητικών χώρων, όπου το καθολικό βρίσκεται ελεύθερο στη μέση τής εσωτερικής αυλής. Οι πτέρυγες είναι πρόσφατα ανακαινισμένες και συντηρημένες και καταλαμβάνουν σήμερα  και τις τέσσερις πλευρές τού Μοναστηριού.
Ο Επ. Σταματιάδης  μας δίνει μια παλαιότερη εικόνα τής Μονής κατά το β΄μισό τού 19ου αιώνα. Αναφέρει ότι δυστυχώς η Μονή μέχρι τότε έμεινε  ατελής κι ότι δεν υπήρχαν  κελιά για τη διαμονή των μοναχών παρά μόνο στη δυτική και στη βόρεια πλευρά.
 
Η Μονή έχει δύο πύλες εισόδου, στη δυτική και στην ανατολική της όψη. Πάνω από την ανατολική πύλη σώζεται "καταχύτρα" (ζεματίστρα) απ΄όπου οι Μοναχοί σε ώρα κινδύνου έριχναν καυτό λάδι κατά τις επιθέσεις πειρατών και ληστών. Ο φρουριακός αμυντικός χαρακτήρας της, όπως παρατηρείται και σε άλλες Μονές τής Σάμου, σχετίζεται με τις ταραχώδεις ιστορικές περιόδους που έζησε το νησί και με τις συνεχόμενες πειρατικές επιδρομές στα νησιά τού Αιγαίου, ξένων εθνοτήτων αλλά και Ελλήνων χριστιανών, ακόμα και μέσα στον 18ο και 19ο αιώνα. 
 
(θ) Η δυτική πύλη εισόδου στη Μονή
 Η δυτική πύλη είναι η κύρια πύλη τής Μονής ,όπου απολήγει και ο δρόμος ανάβασης στο βουνό από τον Κάμπο τής Βλαμαρής. Στη μονή βρίσκονται ενδιαφέροντα λαϊκής τεχνοτροπίας λιθανάγλυφα, σκαλισμένα από τον Μιχαήλ Μαρμαρά: Στο περιθύρωμα της εξωτερικής δυτικής πύλης περιλαμβάνονται μαρμάρινη πλάκα που παριστάνει ναό με πολλούς οβελίσκους,  φυτικές και ζωϊκές παραστάσεις, ψευδοκίονες και μεγάλη κτητορική πλάκα του 1833, αναφερόμενη στους αυτάδελφους μοναχούς  Θεοδόσιο και Ιγνάτιο. Υπογράφεται δε αυτη στο τέλος: "ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΩΛΓ΄1833 ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ 1833 ΜΑΪΟΥ".  Στους τοίχους τής βόρειας πλευράς τής αυλής είναι  εντοιχισμένα μαρμάρινος δικέφαλος αετός και τεμάχια αγαλματίων. Στην βορειοδυτική πλευρά υπάρχει μαρμάρινη κρήνη με διάδημα (κορώνα) στο επάνω μέρος  και με επιγραφή τού 1903.
  
Στη ανατολική πλευρά τής Μονής βρίσκεται και το παρεκκλήσι τής Αγίας Άννης, όπου τον χειμώνα τελούνταν πολλές φορές, λόγω ψύχους, οι λειτουργίες και οι ιερές ακολουθίες. Η μαρμάρινη πλάκα τής Αγίας Τραπέζης τού παρεκκλησίου μεταφέρθηκε από τον τάφο τού Επισκόπου Αριστάρχου και φέρει επιγραφή: "Αρίσταρχος Σάμιος εκ Καρλοβασίων αρχιεπίσκοπος Σάμου και Ικαρίας, θανών ενταύθα κείται". 
 
"Η μονή διαθέτει αξιόλογη βιβλιοθήκη παλαίτυπων βιβλίων, ορισμένα εκ των οποίων χειρόγραφα, σημαντικά σταχωμένα και επάργυρα Ευαγγέλια του 1777, του 1801, του 1820 και του 1840. Στο μοναστήρι φυλάσσονται πολλά λείψανα Αγίων σε πέντε λειψανοθήκες. Ακόμη υπάρχουν διάφορα παλαιά ιερατικά σκεύη, ιερατικές πόρπες, αρχιερατικές ράβδοι και ο μανδύας του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, τον οποίο έφερε στο νησί ο τότε διάκονος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σάμου Αρίσταρχος, αδελφός της μονής. Ο μανδύας αυτός πρόσφατα μεταφέρθηκε και εκτίθεται πλέον στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως" ⁽¹⁵⁾

 
(κ) Μέρος τής αυλής και του ναού
 
 
(ι) Δυτική πτέρυγα  και πύλη εισόδου στη Μονή.



 

 
(λ) Είσοδος στη Μονή- Νότια πτέρυγα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Η Μονή  μετετράπη από ανδρώα σε γυναικεία με το υπ' αριθμ. 2/4-1-2002 Προεδρικό Διάταγμα. Από το 2001 εγκαταστάθηκε εκεί ολιγομελής Αδελφότητα προερχόμενη από την Ιερά Μονή Αγίων Κηρυκου και Ιουλίττης Σιδηροκάστρου. Οι μοναχές έχοντας ως βασικό διακόνημα και οικονομικό πόρο την Αγιογραφία  συνέχισαν τις εργασίες συντήρησης τού Μοναστηριού και το έργο τού ιερομονάχου Μόδεστου, ο οποίος είχε ο ίδιος ασχοληθεί  κυρίως με τη συντήρηση τής δυτικής παλαιάς πτέρυγας. Ωστόσο το συγκρότημα έχει χάσει προ πολλού και κατά πολύ την γραφικότητά του και τον παλαιό του χαρακτήρα. 
 
 
 ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
 
(μ) Εποψη από Β.Δ. τού καθολικού
(ν)Το κεντρικό τμήμα τής νότιας πλευράς
(ξ) Μερική έποψη από Β.Δ.

 

 

 

 

 




Το Μάιο του 1782, σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει πάνω από την πύλη τής εισόδου στον νάρθηκα, ο Κτήτορας τής Μονής Ζωοδόχου Πηγής  Δωρόθεος ολοκλήρωσε το καθολικό της μονής στο κέντρο τού μεγάλου τετραγώνου που σχηματίζεται σήμερα από τις πτέρυγες των κελλιών και των βοηθητικών χώρων. " 1782 Μαϊου 18 / Διά συνδρομής τού πανοσιωτάτου/Ηγουμένου Δωροθέου/Ιερομονάχου". Πάνω δε από την πύλη σώζεται μαρμάρινη εικόνα τής Ζωοδόχου Πηγής και επιγραφή: "Η Ζωοδόχος Πηγή 1833".
 
Ο ναός κτίστηκε στον τύπο τού εγγεγραμμένου σταυροειδούς σύνθετου τετρακιόνιου τρίκογχου, αθωνιτικού ναού, με ευρύχωρο τρουλαίο νάρθηκα. Οι εσωτερικές διαστάσεις τού κεντρικού χώρου του είναι 9,00Χ13,90μ. και το ύψος ως την κορυφή των θόλων 8,70μ. 

Οι τέσσερις κυλινδρικοί κίονες για τη στήριξη τού κεντρικού τρούλου μεταφέρθηκαν από τον αρχαιολογικό χώρο της μικρασιατικής Μιλήτου. Οι Μοναχοί δυσκολεύτηκαν σε κάποιο σημείο να τούς ανεβάσουν μέχρι τη μονή  λόγω τής ελλείψεως δρόμου και τού απόκρημνου τού εδάφους. Κατά την παράδοση  τέλεσαν λιτανεία  κατεβάζοντας την εικόνα τής Παναγίας στο απόκρημνο αυτό σημείο στην τοποθεσία "Αμπάρα".  Εναπόθεσαν την εικόνα πάνω σε πεύκο και προσευχήθηκαν, με αποτέλεσμα να καταφέρουν εν τέλει, "με την χάρη τής Παναγίας", να ανεβάσουν με σχοινιά  και με μεγάλη ευκολία πια τις κολόνες. Το πεύκο σύμφωνα με τον Σταματιάδη ήταν εκεί μέχρι προ δύο ετών από τη συγγραφή τού έργου του, η δε τοποθεσία ονομάζονταν έκτοτε "Πευκάκι τής Παναγίας".

Αποτύπωση  Ι. Σπ.Παπαϊωάννου- Π. Βασιλάκη
 
 
 
 
(ο ) Σκαρίφημα Ι.Κουμανούδη 1963
 
Οι εξωτερικές όψεις των τοίχων τού ναού είναι διαμορφωμένες με συνεχείς εναλλαγές παραστάδων και αβαθών τυφλών αψίδων, κατά τα πρότυπα των αγιορείτικων καθολικών τής λεγόμενης σχολής τής Πρωτεύουσας. 
Σύμφωνα με τον Κ.Παπαϊωάννου ⁽¹⁶⁾ που αποτύπωσε και μελέτησε τον ναό,  η κυριότερη διαφορά ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά τού αγιορείτικου τύπου  προκύπτει από το γεγονός ότι τα τμήματα πριν και μετά τον τρούλο είναι μεγαλύτερα από τα πλάγια κλίτη, μεταβάλλοντας έτσι το γενικό σχήμα του από τετράγωνο σε ορθογώνιο. Η διάμετρος τού τρούλου είναι περίπου διπλάσια από το πλάτος των πλευρικών κλιτών. Τα γωνιακά διαμερίσματα που σχηματίζονται από τις τέσσερις κολόνες που στηρίζουν τον τρούλο καλύπτονται με σταυροθόλια, ενώ ο χώρος τού Ιερού με εγκάρσιους θόλους. Οι πλευρικές κόγχες των χορών είναι ίσες περίπου με την κόγχη τού Ιερού και εξωτερικά τρίεδρες.
Ιδιότυπη είναι η πολύκογχη διαμόρφωση της Πρόθεσης και του Διακονικού. Τρεις μικρές κόγχες στα αριστερά κι άλλες τρεις στα δεξιά τού Ιερού κοσμούνται μετωπικά με μικρά κολονάκια. Ο ναός φωτίζεται από ένα παράθυρο στο κέντρο  κάθε πλευρικής κόγχης, και από δύο παράθυρα σε κάθε έναν από τούς πλευρικούς τοίχους (νότιο και βόρειο)  τού κεντρικού τμήματος. Στους αντίστοιχους τοίχους μέσα στο Ιερό υπάρχει από ένα παράθυρο και μια φωτοθυρίδα στην κόγχη τής αψίδας τού Ιερού. Τέλος, στο νάρθηκα τού ναού  υπάρχουν δύο παράθυρα στον βόρειο τοίχο  και ένα στον νότιο.

(π) Η πύλη τού κυρίως ναού
O νάρθηκας (σύμφωνα με τον μελετητή) συγγενεύει επίσης με τα αγιορείτικα πρότυπα, με ένα σύστημα θολοδομίας σχετικά παρεμφερές με εκείνο τού σταυροειδούς εγγεγραμμένου απλού δικιόνιου ναού. Η στήριξη τού τρούλου ,όπως και των θόλων τής εγκάρσιας κεραίας τού σταυρού , γίνεται στην πίσω πλευρά απευθείας στον δυτικό τοίχο τού ναού. Στην μπροστινή πλευρά ο τρούλος στηρίζεται σε δύο κεντρικές κολόνες, και τα εμπρός γωνιακά διαμερίσματα τής ελλειπούς αυτής σταυροειδούς στέγασης καλύπτονται με χαμηλωμένους τρούλους.
Μοναδικής καλλιτεχνικής αξίας είναι και η θύρα που οδηγεί από το νάρθηκα στο καθολικό ,κατασκευασμένη από 365 μικρά ξύλινα τεμάχια που συμβολίζουν τις 365 ημέρες του έτους.                                                                                          
Το εσωτερικό τού ναού ήταν άλλοτε τοιχογραφημένο. Περί το 1967 σώζονταν δύο μόνον τοιχογραφίες στον Νάρθηκα, τού Χριστού και τής Παναγίας και τρεις μέσα σε μικρές κόγχες τού Ιερού Βήματος. Οι υπόλοιπες σβήστηκαν ή καλύφθηκαν ολοσχερώς. Σήμερα υπάρχει αρκετά πλούσια διακόσμηση κλασσικίζοντος ύφους. 
 
Το ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας είναι έργο του Γεωργίου Τάντολου και χρονολογείται από το 1788. Από την επιγραφή που φέρει , φαίνεται πως επιχρυσώθηκε το 1802 από τον ίδιο καλλιτέχνη: "Εις το 1802 συν βοηθεία Θεώ επουρανίω. Διά χειρός τού ταπεινού Ταντόλου Γεωργίω χρυσώνεται και το παρόν εις δόξαν τού Κυρίου. Ηγούμενος Δωρόθεος ο δαπανών υπάρχει σύν Νεοφύτω ιερομονάχω τώ Εκκλησιάρχη είς σωτηρίαν τών ψυχών όλου τού Κοινοβίου σύν Δωροθέω κτίτορι ομού και Ανανίω". 
Στα βημόθυρα είναι ζωγραφισμένοι ο Ευαγγελισμός κι οι Τρεις Ιεράρχες. Οι δεσποτικές εικόνες που βρίσκονται στο τέμπλο είναι παλαιότερες και κάποιες απ΄αυτές είναι έργα Χιωτών αγιογράφων. Η φορητή εικόνα τού Χριστού φέρει επιγραφή "1788 Μαρτίου 19 Χείρ Λαμπρινού και Γεωργάκη Χιοτών", η δε εικόνα τής Παναγίας "1798 Μαρτίου ιστ΄ Χείρ Γεωργάκη και Λαμπρινού Χιοτών". Των ιδίων είναι και η εικόνα τού Προδρόμου καθώς κι αυτές των Αγίων Νικολάου (1798) και Ονουφρίου (1794). Αυτή τής Ζωοδόχου Πηγής φέρει επιγραφή: "Δια χειρός Απελλού 1870".
 
(ρ) Το τέμπλο τού Γ. Τάντολου
(σ) Το τέμπλο τού Γ. Τάντολου
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ιδιαίτερης τέχνης είναι ο ξυλόγλυπτος αρχιερατικός θρόνος με φυτικές και ζωϊκές διακοσμήσεις, ο οποίος στις δυο πλευρές του φέρει ζωγραφισμένες παραστάσεις με τον όσιο Ζωσιμά να κοινωνεί την οσία Μαρία την Αιγυπτία καθώς και με τον εξομολογούμενο ενώπιον του πνευματικού του, από το στόμα του οποίου βγαίνουν οι αμαρτίες με τη μορφή φιδιών. 
Καλής τέχνης είναι και τα δύο προσκυνητάρια, τα οποία φέρουν: το ένα την εφέστιο εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, επενδεδυμένη με αργυρή διακόσμηση του 1793, έργο τού Πατμίου χρυσοχόου Ευσταθίου (και με την οικονομική βοήθεια τού χωριού Μυτιληνιοί) και το άλλο την Μεγάλη Δέηση του 1819. Άλλη μια εικόνα (τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου) Χιώτη αγιογράφου,του Ιωάννου Λύδδη, τού 1810 βρίσκεται στο πρώτο προσκυνητάρι, ενώ δημιουργός μιας πολυσύνθετης εικόνας στο βόρειο προσκυνητάρι εμφανίζεται σε επιγραφή τού 1819  ο Χ. Λαμπρινός ,Σμυρναίος. Αχρονολόγητες, αρχαίες εικόνες βρίσκονται μέσα στο Ιερό Βήμα. Σημαντική θεωρείται επίσης η αρκετά επιμελημένη μαρμάρινη επίστρωση των δαπέδων τού ναού, αναφέρουμε δε ότι κάτω από το δάπεδο τού ναού υπάρχει μεγάλη δεξαμενή ομβρίων υδάτων που εξυπηρετεί τις ανάγκες τής Μονής ⁽¹⁷⁾.
 

 
(τ)1965- Λιτάνευση τής εικόνας-Ν.Νόου
Τελειώνοντας θα συμπεριλάβουμε αποσπάσματα από άρθρο τού Νίκου Νόου⁽¹⁸⁾, όπου  περιγράφεται ο εορτασμός τού Μοναστηριού, που θεωρούνταν ως ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της προπολεμικής και μεταπολεμικής Σάμου:

ΜΕΤΟΧΙ ΑΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ -ΠΡΟ ΤΟΥ 1694- ΣΤΟΝ "ΠΑΝΩ ΑΓΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ" ΣΑΜΟΥ

ΙΩΑΝΝΑ Π. ΠΑΡΑΦΕΣΤΑ- ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ


(1)Αριστερά ο ναός Αγ. Κωνσταντίνου και τμήμα τού χωριού"Κάτω Άγιος"

Ο "Πάνω Άγιος Κωνσταντίνος" στη Σάμο συμπεριλαμβάνονταν στους "Εξη Μαχαλάδες (Συνοικίες ή Γειτονιές)  των "Βουρλιωτών" (Μαργαρίτες, Βαλεοντάδες, Μανωλάτες, Νενέδες, Σταυρινήδες Αγ.Κωνσταντίνος). Βρίσκεται στις παρυφές τού όρους Αμπελος σε ελάχιστο υψόμετρο, περίπου 20μ.. Κατοικήθηκε στις αρχές τού 18ου αιώνα (ή και νωρίτερα) και πήρε το όνομά του από το ομώνυμο μετόχι, σε αντίθεση με τις άλλες συνοικίες που πήραν τα ονόματά τους (σύμφωνα με τον Εμ.Κρητικίδη) από τούς πρώτους οικιστές τους ⁽¹⁾. Σταδιακά αναπτύχθηκε το επίνειο, ο "Όρμος",   με την εγκατάσταση κατ΄ αρχάς εκεί "ταβερνών" οινοποιείας και αργότερα με  οικήματα που κτίστηκαν κατά μήκος τής παραλίας. Ονομάσθηκε δε  "Κάτω Άγιος Κωνσταντίνος" και απέχει από το παλιό χωριό περί τα 500μ. 


Φ.1999 - Ν.Δ. έποψη τού ναού
Φ.1999 - Β.Δ. όψη



Φ.1999 - Β.Α. έποψη και το Ιερό
 

Ο Εμμ. Κρητικίδης   το 1869  στην "Τοπογραφία"  έδωσε την εξής  πληροφορία: "Πρός ανατολάς τού κωμιδίου τού αγίου Κωσταντίνου κατά την θέσιν Πασαλή, ένθα εκτίσθη το ναϊδιον τού αγίου Νικολάου φαίνονται ίχνη κώμης, ως μ΄ανέφερεν ο Α.Κουτσώνης, αλλ΄αδυνατώ να ορίσω άν ήναι ίχνη αρχαίας, ή μεταγενεστέρας κώμης, μή ιδών αυτά". 

Για την ίδια τοποθεσία έγραψε και ο  Επ. Σταματιάδης περί το 1886: "Φαίνεται δέ  ότι καί οί αρχαίοι αυτόθι είχον πόλισμά τι, διότι ανατολικώς τού αγίου Κωνσταντίνου, εν θέσει καλουμένη Πασπαλή, άχρι τού νύν δείκνυνται ίχνη παλαιών κτιρίων"⁽²⁾.  

Γνωρίζουμε ήδη ότι στη βόρεια παράκτια ζώνη τής Σάμου υπήρξαν αρχαία πολίσματα που κατοικήθηκαν και στα παλαιοχριστιανικά  χρόνια, εγκαταλείφθηκαν όμως κατά τις αραβικές επιδρομές τού 7ου αιώνα, οπότε οι κάτοικοι κατέφυγαν σε οχυρές πόλεις (κάστρα) μέχρι το 1476 κατά την λεγόμενη "ερήμωση" τής Σάμου. Η πλησιέστερη στον Άγιο Κωνσταντίνο περιοχή ήταν ο Κάμπος Βουρλιωτών , για τον οποίο ο Επ. Σταματιάδης αναφέρει πλήθος λαξευτών μαρμάρων και επιγραφών καθώς και αναγλύφων παραστάσεων. Σήμερα  σώζεται ακόμα αρχαία ύλη στον ερειπωμένο ναό τής Αγίας Αναστασίας,  καθώς και το παλαιοχριστιανικό φρούριο "Σουβάλα". Βυζαντινά μέλη βρήκαμε και στο γειτονικό Μοναστηράκι τού Ιωάννου Προδρόμου τού Θερμαστή. Ορεινότερα δε στην περιοχή "Καστανόλογγος" τού όρους "Αμπελος" ή "Καρβούνης" γύρω από το εξωκκλήσι τής Παναγίτσας υπήρχε σε αφθονία βυζαντινή κεραμική. Συνάγεται απ΄ αυτά τα δεδομένα ότι η ευρύτερη αυτή περιοχή κατοικήθηκε σε παλαιότερους χρόνους.

Φ.1999 - Δυτικά ο εξωνάρθηκας

Φ.1999 - Το κωδωνοστάσιο στα δυτικά

Φ.1999 - Λεπτομέρεια στεγών 

 

Το Μετόχι τού Αγίου Κωνσταντίνου ανήκε στη Μονή Βροντά:

Στο Συγγίλιο τού 1745 τού Κυρίλλου Ε΄ δίνεται έμφαση από τον Πατριάρχη Κύριλλο στην αναγκαιότητα διαφύλαξης των εκκλησιαστικών εγγράφων από τούς πατέρες των Μονών, εξ αφορμής ότι τού προσκομίσθηκε εκ των υστέρων Συγγίλιο τού 1694 τού Ιερεμίου (το οποίο και επικύρωσε), όπου  καταγράφονταν τα μονύδρια, εκκλησίδια και μετόχια  τα εξαρτώμενα στη Μονή Βροντά (25 στον αριθμό). Μεταξύ αυτών καταγράφεται: "...μετόχιον τού αγίου Κωνσταντίνου εν τοποθεσία Κώστα, άντικρυ τούτου εξωκκλήσιον τού αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου και έτερον τού αγίου Νικολάου"⁽³⁾.

Στον Κώδικα Αρ.90 τής Ι.Μητροπόλεως Σάμου (που αφορά στη Μονή Βροντά) περιγράφεται το 1741 η έκταση τού μετοχίου της, τού Αγίου Κωνσταντίνου: "Ιδού γράφομεν, το μετόχιον εις τον άγιον Κωνσταντίνο με την τοποθεσία του ός καθώς ευρίσκεται δένδρα ήμερα και άγρια, σύνορον γιαλός, σύνορον ρεύμα, σύνορον Τεμηρτζή, σύνορον Χριστόδουλος Αλατζά, σύνορον Γιώργι Πουγιουκλή, σύνορον Σαρί Γιάννη, σύνορον Δημήτρι Τζοπέλη, σύνορον τού Διμάν τό ρεύμα, σύνορον Σταβερνήδες καί δύο εξωκλήσια τόν άγιον Νικόλαον καί τόν άγιον Ιωάννη"⁽⁴⁾.

Στον ίδιο κώδικα σημειώνεται αργότερα, (1784;): "Διά τού παρόντος δηλοποιώ ότι επειδή καί έλαβον το μετόχιον τόν άγιον Κωνσταντίνον με δύο αμπέλια καί τόν κήπον μέ τά δένδρα καί τά χωράφια κάτωθεν από τόν άγ[ι]ον, τα οποία εδώθησαν μέ κοινήν γνώμην τών πατέρων καί τό επάκτωσε διά χρόνους πέντε και υπόσχεται να πληρώνη τόν καθέκαστον χρόνον γρόσια εκατόν εξήντα όθεν εγράφθη είς τον κώδικα τού μοναστηριού. ¨ωαψπεω,  Σεπτεμβρίου η΄.  Νείλος Ιερομόναχος υπόσχομαι". 

Στον ίδιο κώδικα  οι Πατέρες τής Μονής έκαναν συμφωνία  το 1860  και ενοικίασαν για 50 χρόνια (μέχρι το 1910) στον Νικόλαο Χατζή Μαραγκού, κάτοικο τού Αγίου Κωνσταντίνου τού Δήμου τών "Έξ Γειτονιών", ένα χωράφι σύνδενδρο, τού οποίου τα όρια περιγράφονται λεπτομερώς στον κώδικα, καθώς και οι υποχρεώσεις τού ενοικιαστή και των κληρονόμων του (να στρεμματίσει εντός 7 ετών το χωράφι και να φυτεύσει αμπέλι). Το ενοίκιο ανήρχετο ετησίως σε 25 φορτώματα οίνου από το 7ο έτος τής ενοικίασης και μέχρι το τέλος. Η ενοικίαση υπογράφηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1863 στη Μονή Βροντά από τον Ηγούμενο Ιάκωβο, τον Σύμβουλο Ιερομόναχο Δανιήλ  και τον ενοικιαστή, επικυρώθηκε δε από τον Ηγεμόνα τής Σάμου Μ. Αριστάρχη.

Περί το 1869 ο ενιαίος πλέον οικισμός τού Αγίου Κωνσταντίνου περιλαμβάνει  (κατά τον Εμμ. Κρητικίδη στην "Τοπογραφία") 70 σπίτια, 1 ναό,  2 Μετόχια, ήτοι  τού αγίου Ιω. τού Προδρόμου υπαγόμενο στη Μονή τής Ζωοδόχου Πηγής και τού αγίου Κωνσταντίνου στην Κοκκαριανή (Βροντιανή), 1 σχολείο, 179 άνδρες (65 γεωργοί, 7 έμποροι, 12 ναύτες, 12 βιομήχανοι, 1 δάσκαλος, 2 ιερείς) και 185 γυναίκες = 364 άτομα.

Συμπεραίνεται από τις μέχρι τώρα πηγές (που εμείς τουλάχιστον διαθέτουμε) ότι το Μετόχι τουλάχιστον μέχρι και το β΄μισό τού 19ου αιώνα ανήκε στη Μονή Βροντά και  διατηρούσε την κτηματική περιουσία του , την οποία ενοικίαζε προς καλλιέργεια σε ιδιώτες. Σήμερα δεν σώζονται κελλιά ή προσκτίσματα, παρά μόνον ο ναός σε αρκετά καλή κατάσταση.

 

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ  ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ  ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Είναι μονόκλιτη τρουλαία βασιλική, σταυρεπίστεγη (αξιόλογο δείγμα αυτού τού ιδιαίτερα διαδεδομένου τύπου στην Σάμο) με εξωνάρθηκα που ανήκει στην αρχική κατασκευή. Σύμφωνα με την αποτύπωση τού 1957 των Κ.Σπ.Παπαϊωάννου⁽⁵⁾ και Π.Βασιλάκη, ο ναός έχει εσωτερικές διαστάσεις 3,85Χ6,10μ.. Στεγάζεται με σχιστόπλακες. Ο τρόπος στέγασής του έχει τα χαρακτηριστικά τού σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου ναών. Ο τρούλος είναι οκτάπλευρος, χωρίς τύμπανο και φέρει φωτοθυρίδες στις ανά δύο έδρες του. Στηρίζεται μέσω σφαιρικών τριγώνων επί των τόξων που με τη σειρά τους εδράζονται σε τέσσερις πεσσούς που προεξέχουν των πλευρικών τοίχων και σχηματίζουν το κεντρικό τετράγωνο τού ναού. Στο μπροστινό δε και στο πίσω τμήμα τού ναού (που είναι σχεδόν ισομήκη) σχηματίζονται τυφλές πλευρικές αψίδες.

1957 - Κατά πλάτος Τομή


AΠΟΤΥΠΩΣΗ 1957- Κ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ- Π.ΒΑΣΙΛΑΚΗ



1957 - Κατά μήκος Τομή
  

 

 

 

 

 

 

 

 

Η κόγχη τού Ιερού είναι εξωτερικά ημιεξαγωνική με φωτοθυρίδα στην κεντρική έδρα της. Εσωτερικά φέρει την κόγχη τής Πρόθεσης και άλλες δύο στους πλάγιους τοίχους. Ο ναός φωτίζεται από ένα μόνον ορθογωνισμένο παράθυρο με  περιθύρωμα, που βρίσκεται στον βόρειο τοίχο. Πάνω από το υπέρθυρο δημιουργείται τυφλό τόξο από πλακοειδείς λίθους. Τα εμφανή τόξα από τούβλα ή και πλακοειδείς  λίθους στα ανοίγματα διατηρούνται κατά τον 16ο και 17ο αιώνα.

Φ.1999 - Η Πρόθεση στο Ιερό
Φ.1999 - Οι κόγχες στον εξωνάρθηκα
Φ.1999 - Τρούλος και σφαιρικά τρίγωνα

 
 
Στα δυτικά ο εξωνάρθηκας με εγκάρσιο ημικυλινδρικό θόλο  είναι κλειστός από τις δύο στενές πλευρές του ,ενώ στην κύρια όψη  φέρει δύο χοντρούς πεσσούς που δημιουργούν τρία  στενά τοξωτά περάσματα. Το κεντρικό άνοιγμα αντιστοιχεί απόλυτα με τον άξονα τής πόρτας τού ναού. 
Στους τοίχους ανοίγονται μικρές ασύμμετρες κόγχες. Στον δυτικό τοίχο τού εξωνάρθηκα ανορθώνεται το λιτό τετράγωνο καμπαναριό  με στενά αψιδωτά ανοίγματα σε κάθε πλευρά του. 
Οι λιθοδομές τού ναού εξωτερικά (κατά το 1957 που αποτυπώθηκε ο ναός, αλλά και το 1999 που ασχοληθήκαμε προσωπικά), ήταν ανεπίχριστες. Αυτό, σε συνδυασμό με την επικάλυψη των θόλων από σχιστόπλακες, με τις αναλογίες και την ογκοπλασία τού ναού, ακόμα και τού μικρού εξωνάρθηκα με τα στενά ανοίγματα, προσδίδει γραφικότητα και εναρμόνιση με το αιγαιοπελαγίτικο περιβάλλον μέσα στο οποίο οικοδομήθηκε.
 
ΤΟ ΔΑΠΕΔΟ
 
Το δάπεδο τού εξωνάρθηκα είναι στρωμένο με μαρμάρινες, ορθογωνισμένες παλιές πλάκες, στο χρώμα τής ώχρας. Με το ίδιο υλικό έγινε και η  πλακόστρωση τού εξωνάρθηκα τού ναού τής Αγίας Τριάδος στον "Μαχαλά Βαλεοντάτες".

Φ.1999 -Ανάγλυφο στο Ιερό Βήμα
Φ.1999 - Το δάπεδο τού εξωνάρθηκα
Φ.1999 -Το δάπεδο τού ναού

Το δάπεδο τού ναού είναι επιστρωμένο με λευκά μάρμαρα --από μεταγενέστερης φάση-- που φέρουν ανάγλυφο διάκοσμο και σχηματίζουν ένα σχέδιο σε συνδυασμό  με βότσαλα, όπως είδαμε και στους ναούς τής περιοχής: στον Άγιο Γεώργιο (αρχές 18ου) στον "Μαχαλά Μαργαρίτες" και στην Αγία Τριάδα (1716) στον "Μαχαλά Βαλεοντάδες". Στο σκαλοπάτι μπροστά στο τέμπλο υπάρχει στρογγυλή επτάκτινη παράσταση ιδιαίτερης δεξιοτεχνίας. Το κεντρικό της στοιχείο επαναλαμβάνεται επακριβώς και στο ανάγλυφο που βρίσκεται στο κέντρο τού δαπέδου τού ναού, πλαισιωμένο από μια πολύκτινη  παράσταση. Είναι παρόμοια με αυτή που βρήκαμε στο Δίδυμο εκκλησάκι τού Αγίου Τρύφωνα-Σταυρού στον Κάμπο Βουρλιωτών, στο Παλαιοχώρι.


Φ.1999 - Ανάγλυφο δαπέδου στο κέντρο τού ναού
 
1910 -Στον Αγ. Τρύφωνα-Παλαιοχώρι Βουρλιωτών

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Πρόκειται για δουλειά τού μαρμαρογλυφέα Μιχαήλ, που άφησε επίσης τον υπέροχο δικέφαλο αετό με τα κυπαρίσσια στο δάπεδο τής Αγίας Πελαγίας στο Παλαιοχώρι. Τα κοινά μεταξύ τους στοιχεία  συντείνουν στα έργα που φιλοτέχνησε ο ίδιος κατά τις εργασίες εξωραϊσμού τής Μονής Βροντά στα 1776. Από την μελέτη μας στην περιοχή προκύπτει ότι κατά το β΄μισό τού 18ου αιώνα, (πρωτοστατούντων των ιερομονάχων τής Βροντιανής και ιδιαίτερα τού Ηγουμένου Ιακώβου), επιδιώχθηκε μια τάση  εξωραϊσμού όχι μόνον τής Μονής Βροντά, αλλά και άλλων εξαρτημένων σ΄αυτή παρεκκλησίων και μετοχίων στην ευρύτερη περιοχή  με την καλλιτεχνική συνδρομή τού Μιχαήλ. 

Φ.1999- Το μοναδικό παράθυρο



 
 ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
 
Το τέμπλο τού ναού είναι ξυλόγλυπτο, έργο δεξιοτέχνη ξυλογλυφέα, και φέρει κάτω από τον σταυρό την χρονολογία "1790 .... ....". (Η αναφορά σε ονόματα ξυλογλυφέων είναι αρκετά σπάνια για τέμπλα τού 18ου αιώνα).
 Τον 18ο αι. τα τέμπλα διακρίνονται για τη διάτρητη (έξεργη) τεχνική τους και την πλαστικότητα των παραστάσεων. Τα κυρίαρχα πλέον θέματα είναι οι ολόγλυφες ανθρώπινες μορφές (π.χ. τέμπλο Χριστού στο Παλαιό Καρλόβασι), σκηνές  καθημερινών ασχολιών και μύθων, σκηνές τής Αγίας Γραφής, βίοι αγίων κ.λ.π., καθώς και πλήθος φυτικών και ζωϊκών μοτίβων (π.χ. τέμπλο Πατμιακού Μετοχίου Αγίας Τριάδος Καστανιάς) που αλληλοσυμπλέκονται⁽⁶⁾. Προηγήθηκε (από τον 17ο αι. στον 18ο αι.)  μια περίοδος μετάβασης από τα πρόστυπα ξυλόγλυπτα τέμπλα στα πιο έντονα διακοσμημένα τέμπλα τής μπαρόκ περιόδου (που χαρακτηρίζει την εκκλησιαστική ξυλογλυπτική τού 18ου αι.), οπότε εισάγονται νέα μοτίβα (πρωτόπλαστοι, ελισσόμενοι βλαστοί, πολύπλοκα φυτικά μοτίβα, ζωόμορφες παραστάσεις), που απεικονίζονται ρεαλιστικά και συνυπάρχουν με μοτίβα της περιόδου τού 17ου αι. (δρακόμορφα όντα, αχιβάδες, δελφίνια, επιπεδόγλυφοι περιελισσόμενοι βλαστοί).

Φ.1999- Τα θωράκια


Φ.1999- Δωδεκάορτο και πυραμίδα τέμπλου
Φ.1999- Το υπέρθυρο τής Ωραίας Πύλης
 
 
Στην περίπτωση τού τέμπλου τού Αγίου Κωνσταντίνου παρατηρείται η χρήση τής έξεργης τεχνικής συνδυασμένη με  διάτρητες ζώνες. Είναι έντονα διακοσμημένο με παραστάσεις από την Παλαιά Διαθήκη, με πολλά φυτικά  θέματα -κυρίως ανθέμια με φυλλώματα και ελισσόμενοι βλαστοί - που αλληλοσυμπλέκονται στα θωράκια με πουλιά συμμετρικά τοποθετημένα, ενω` στο τελευταίο διάζωμα (κάτω από τον σταυρό) συνυπάρχουν με δύο δρακόμορφες, φτερωτές, έξεργες παραστάσεις. Όλη η τελευταία ζώνη πάνω από το Δωδεκάορτο είναι τής έξεργης διάτρητης τεχνικής. Πάνω από τα θωράκια τοποθετούνται οι δεσποτικές εικόνες, ανάμεσα στις οποίες υψώνονται κατακόρυφα ισομήκη στρογγυλά στυλώματα διακοσμημένα με ανθέμια και λογχοειδή φύλλα. 
 
Φ.1999- Μέρος τού τέμπλου.
Τα κάθετα στυλώματα είναι συγχρόνως και οι παραστάδες, που ορίζουν τις θύρες τής Ωραίας Πύλης. Στο κάτω μέρος, στο ύψος τού θωρακίου είναι τετραγωνισμένα με τον ίδιο διάκοσμο.  Στο κέντρο των θωρακίων υπάρχουν ανάγλυφα "μετάλλια" που περιβάλλονται από βλαστούς με φυτική κορωνίδα, στο επάνω δε μέρος  αριστερά και δεξιά τής Ωραίας Πύλης υπάρχουν δύο ανάγλυφες παραστάσεις με θέματα από την Παλαιά Διαθήκη. Το υπέρθυρο τής Ωραίας Πύλης σχηματίζει  ημικυκλικό τόξο με μια στενή διάτρητη ζώνη. Στο τελείωμα των παραστάδων  στηρίζεται το επιστύλιο (ή Θριγκός ή Μεσαία ζώνη): Η επάνω από τις δύο πρώτες ζώνες που το απαρτίζουν είναι τής διάτρητης επίσης τεχνοτροπίας. Η τρίτη δε και υψηλότερη είναι αυτή τού δωδεκάορτου. Μεταξύ τους υπάρχουν ενδιάμεσες στενότερες διακοσμητικές ταινίες (κοσμήτες). Χρησιμεύουν για να καταδείξουν τη μετάβαση και την εναλλαγή των ζωνών τού θριγκού. 
Στο Δωδεκάορτο  οι σκηνές αποδίδονται σε παραλληλόγραμμα αψιδωτά σανιδώματα, που χωρίζονται από στρογγυλούς ανάγλυφους κιονίσκους. Απεικονίζονται σκηνές από τη ζωή τού Χριστού. Στην ανώτερη ζώνη (πυραμίδα) αναπτύσσεται πλούσιος φυτικός διάκοσμος με ελισσόμενους βλαστούς που ξεκινούν από ένα κεντρικό "μετάλλιο".  Δύο φτερωτοί δράκοι στέκονται αντικριστά, στις δύο πλευρές του (σημειώνουμε ότι στη βάση της πυραμίδας των τέμπλων του 17ου αιώνα τοποθετούνταν δελφίνια, που αργότερα μετεξελίχθηκαν σε όντα δρακόμορφα) και δύο πουλιά  χαμηλότερα στη ζώνη. Στο κέντρο τής πυραμίδας υψώνεται μεγάλος ξύλινος σταυρός. Διαμορφώνει στις απολήξεις των κεραιών του τρίλοβα δισκάρια. Πλαισιώνεται περιμετρικά από διάτρητης τεχνικής διάκοσμο ενώ τα τρίλοβα δισκάρια απολήγουν σε ανθέμια διάτρητης επίσης τεχνικής. Δεν υπάρχουν "λυπηρά".  

Φ.1999- Λεπτομέρεια στυλώματος τέμπλου
Φ.1999- Εικόνα Κωνσταντίνου-Ελένης


Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι ο άλλοτε Μητροπολίτης Σάμου (και μετέπειτα Σιδηροκάστρου) Ιωάννης Παπάλης αναφέρει μεν ότι το τέμπλο τού ναού κατασκευάστηκε στα 1790⁽⁷⁾, χρονολογία που αναγράφεται πράγματι στην πυραμίδα τού τέμπλου, ο ίδιος όμως σε άλλο σημείο τού έργου του  ταυτίζει τη χρονολογία τού τέμπλου με την χρονολογία κατασκευής τού ναού (όπως έκανε άλλωστε και ο Επ. Σταματιάδης παλαιότερα). Σύμφωνα όμως με τις γραπτές πηγές που ήδη αναφέραμε ο ναός προυπήρχε  τουλάχιστον τού 1694.
 
Ο Πάνω Άγιος το 2010
 
 
 
 
 
Οι οικιστές θα πρέπει στοχευμένα να επιλέξανε τη θέση τής νέας εγκατάστασης πάνω από το Μετόχι αυτό τής Μονής Βροντά κι έδωσαν και το όνομα στο μικρό χωριό τους. (Ωστόσο στο Συγγίλιο τού 1745 αναφέρεται και η τοποθεσία "Κώστα"!). Το 1741 φαίνεται πως οι οικιστές  έχουν ήδη διαμορφώσει  το ιδιωτικό τους καθεστώς  γύρω από την έκταση που διέθετε το Μετόχι. Περιγράφονται τα κτήματα: τού Τεμηρτζή, τού Χριστόδουλου Αλατζά, τού Γιώργι Πουγιουκλή, τού Σαρί Γιάννη, τού Δημήτρι Τζοπέλη, τού Διμάν.. Στην ίδια τοποθεσία τού οικισμού υπήρχε και παλιό εκκλησάκι τής Παναγίας (Κοίμησις τής Θεοτόκου). Το 1923-1926 νέα εκκλησία χτίστηκε στα ερείπια προηγούμενου ναού, με τη σημαντική δωρεά Μικρασιατών. Το κωδωνοστάσιο φέρει χρονολογία 1878 και λέγεται ότι σώζεται από προηγούμενο ναό.

 



                                                                     
 
📚  Πηγές: 
 
(1) Εμμ. Ι. Κρητικίδης “Τοπογραφία- Αρχαία και σημερινή τής Σάμου”. Εν Ερμουπόλει- Εκ τού τυπογραφείου Ρενιέρη Πρίντεζη- 1869

(2) Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης "Σαμιακά -Ιστορία τής νήσου Σάμου από τών παναρχαίων χρόνων μέχρι τών καθ΄ημάς", Τ. 4ος, σελ.17 - Εν Σάμω εκ τού Ηγεμονικού τυπογραφείου 1886

(3) Επαμεινώνδας Ι. Σταματιάδης "Σαμιακά -Ιστορία τής νήσου Σάμου από τών παναρχαίων χρόνων μέχρι τών καθ΄ημάς", Τ. 4ος - Εν Σάμω εκ τού Ηγεμονικού τυπογραφείου 1886

(4) Μ.Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ - ΠΑΝ. ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ "Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΡ. 90 ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΑΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΑΜΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΒΡΟΝΤΑ"- ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ-EΠΙΣTHMONIKON ΘEOΛOΓIKON ΠEPIOΔIKON -ΣΥΓΓPAMMA TOY ΠATPIAPXEIOY AΛEΞANΔPEIAΣ KAI ΠΑΣΗΣ ΑΦPIKHΣ- TOMΟΣ ΠΓ΄-ΠΔ΄ (2012-2013)

(5) K. Σπ. Παπαϊωάννου "Εκκλησίες και Μοναστήρια της Σάμου" Πνευματικό Ιδρυμα Σάμου "Νικόλαος Δημητρίου" Αθήνα 1997 

(6) Ιωάννα Π.Παραφέστα "Ι. Π.ΠΑΡΑΦΕΣΤΑ- "ΤΟ ΠΑΤΜΙΑΚΟ ΜΕΤΟΧΙ ΑΓ.ΤΡΙΑΔΑ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΣΑΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΟΙΚΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ" 2020 - parafestareseatch.blogspot.gr

(7) Mητροπολίτου Σιδηροκάστρου Ιωάννου- “Η εκκλησία τής Σάμου από τής ιδρύσεως αυτής μέχρι σήμερον” Σάμος 1967 – Ιωάννης Παπάλης (Διετέλεσε Επίσκοπος Σάμου από το 1948 ως 1967) Εγραψε το βιβλίο του μέχρι το 1964


Εικόνες: 

 (1) httpswww.booking.comhotelgrvaleondades.el.htmlaid=356980&label=gog235jc-1DCAMoXEISYWdpb3Mta29uc3RhbnRpbm9zSAhYA2hciAEBmAEIuAEXyAEP2AED6AEB-AECiAIBqAIDuALrtOuVBsACAdICJGU5Y2NhZjk0LTNkZjEt -

(2) Λοιπές φωτογραφίες: Ι. Π. Παραφέστα Φ. 1999